Η κατά τον Επίκουρο "Κανονική" Θεωρία και η Θεωρία της Παρέκκλισης
Η κατά τον Επίκουρο "Κανονική" Θεωρία και η Θεωρία της Παρέκκλισης
Δημήτρης Παναγιωτόπουλος
Καθηγητής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (αφ) ,Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω και ΣΤΕ
Εισαγωγή
Μετά τα ισχυρά φιλοσοφικά συστήματα των μεγάλων της κλασικής αρχαιότητας εμφανίζεται μια νέα σχολή με δικές της φιλοσοφικές αντιλήψεις, η σχολή του Επίκουρου, που το έργο της άσκησε σημαντική επιρροή τα μετέπειτα πεντακόσια χρόνια στον τότε ιστορικό κόσμο1.
Ειδικά μετά τον Αριστοτέλη, τα χρόνια μέσα στα οποία αναπτύχθηκε η θεωρία του Επικούρου, είναι χρόνια παρακμής και τούτο έχει επηρεάσει οπωσδήποτε τη σχολή και τη θεωρία της η οποία έτεινε μάλλον σε ηθικούς σκοπούς με ειδικότερο στόχο την ήσυχη ζωή των ανθρώπων στην πολυτάραχη κοινωνία που ζούσαν.
Στην περίοδο δηλαδή αυτή, με την ανάδειξη των Μακεδόνων σε κυρίαρχη ηγεμονική δύναμη, παρατηρείται η πτώση των Ελληνίδων Πόλεων όπου μαζί τελειώνει και η εξωτερική τους άνθηση. Η ηγεμονική ελληνική παρουσία επιβάλλει τους δικούς τους θεσμούς, ενώ οι δημοκρατικοί θεσμοί πέρασαν στην ιστορία. Η παρακμή αυτή χαρακτηρίζεται από εκφυλισμό της δημοκρατίας, από πολέμους και στάσεις. Στην Αθήνα δεν υπάρχει σταθερή πολιτική εξουσία, αντί της Δημοκρατίας επικρατεί «Τιμοκρατία» και η πολιτική προς τα έξω δεν έχει απήχηση. Οι Άνθρωποι απειλούνται με εξορίες, καταδόσεις, θάνατο, εξαθλίωση και η ζωή τους είχε γίνει τρομακτικά αβέβαιη. Ήταν εποχή που μαστιζόταν από τη μετανάστευση και τους ανέργους, τους οποίους έστελναν μισθοφόρους στους αρχηγούς του πολέμου μακριά για να μην ακούγονται οι φωνές τους2. Ήταν κάτι ανάλογο, θα έλεγε κανείς, με την σημερινή εποχή του φόβου και του τρόμου, της παγκοσμιοποίησης, που επιβάλλονται στους Λαούς με πολλές μεθόδους.
Η φιλοσοφική σκέψη της εποχής καλείται να δώσει λύση και σ' αυτή τη δυστυχία και προτείνει τρόπους για την ευτυχία και την ευδαιμονία του ανθρώπου. Ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη παρατηρείται μια στροφή του ανθρώπου προς την ηθική, η οποία παρίσταται αναγκαία καθότι όπως και ο Αριστοτέλης τόνιζε έχουμε: «Μια πολιτεία από σκλάβους και αφέντες και όχι από ελεύθερους ανθρώπους». Στο αδιέξοδο αυτό της κοινωνικής παρακμής πρόταση σωτηρίας ήταν η «αταραξία» του Επικούρου για την ευδαιμονία του ίδιου του ατόμου, όπως ακούγεται σήμερα το « ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Έτσι ανοίγεται ένας άλλος δρόμος καινούργιος στη φιλοσοφική διανόηση σε σχέση με αυτή «του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη»3.
Ο Επίκουρος είχε μελετήσει σημαντικά το Δημόκριτο, τον Αρχέλαο και οπωσδήποτε τους διαλόγους του Πλάτωνα και τα συγγράμματα του Αριστοτέλη4, που τον οδήγησε στο ιδιαίτερο δικό του φιλοσοφικό δρόμο - σύστημα5 , πλάθοντας τη θεωρία για την τη γνώση, την ηθική, με σκοπό την ευδαιμονία του ανθρώπου, τη γνωστή θεωρία της «ηδονής»6.
Τα έργα του κατά το Διογένη το Λαέρτιο συνοψίζονται σε 44 βασικά7, από τα οποία πολύ λίγα σώθηκαν. Αυτά είναι: «Τρεις επιστολές», «Οι Κύριες Δόξες», «Αποσπάσματα» και η «Διαθήκη»8.
Α. Η περί Κανονικής Θεωρία, κριτήριο αληθείας
Ο Επίκουρος στην επιστολή του προς τον Μητρόδωρο παρουσιάζει συγκεντρωτικά τις αρχές της λογικής του, «της κανονικής», κατά τον οποίο η λογική, δεν είναι παρά μια πορεία προς τη γνώση των φυσικών και ηθικών πραγμάτων και στην οποία μοναδικό κριτήριο της αλήθειας είναι οι αισθήσεις9. Πρόκειται για μια διαδικασία ανάλογη - με τη χρήση κανόνων (μέτρων), με γνώμονα και αλφάδι – όπως αυτή που χρησιμοποιείται από τους αρχιτέκτονες για να υψώσουν ένα αληθινό και σωστό κτίσμα10. Τον Κανόνα reguula lesbia με τον οποίο οι Λέσβιοι μάστορες αργότερα έκαναν τα πολυγωνικά κτίσματα. Κατά τη θεωρία αυτή του Επικούρου μόνο οι αισθήσεις είναι δυνατόν να μας παρέχουν πληροφορίες αντικειμενικά για την υπόσταση του κόσμου11. Με το λόγο, σχηματίζονται τα της αισθήσεως (τα αντικείμενα) σαφείς έννοιες, οι λεγόμενες προλήψεις, που προσδιορίζονται στο λογικό από μία επανάληψη αυτών των αισθήσεων, όπως στην κλασσική εποχή το ον του λόγου ως λόγος του μη είναι (βλ Γοργίας), ή στη σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη τα λεγόμενα φαντασιακά προτάγματα (βλ. Καστοριάδης). Οι «προλήψεις», μιας και πηγάζουν από τις αισθήσεις, έχουν τον ίδιο βαθμό μαρτυρίας με αυτές12. Η προβολή των αντικειμένων του έξω κόσμου, γίνεται με απειροελάχιστα σωματίδια, τα μόρια, που «ξεχύνονται» σαν κύματα από την επιφάνεια των σωμάτων, διαπερνούν τα αισθητήρια και προκαλούν τις ανάλογες εικόνες, τα «είδωλα» των αντικειμένων. Η δεύτερη αρχή των κριτηρίων της αλήθειας μέσω της αίσθησης είναι ότι ο νους, δεχόμενος τις αντικειμενικές αυτές πληροφορίες των «αισθημάτων», διαμορφώνει εντός ένα αντίστοιχο ον δια του λόγου. Ως Ον του λόγου όμως, είναι δυνατόν να μην έχει το αναγκαίο κύρος ή και να αποτελεί το μη είναι του όντος (όπως παραπάνω βλ, Γοργίας απάντηση σε Παρμενίδη σχεδόν μετά 100 χρόνια, όπου στο έστιν έθεσε το ούκ έστιν […]...). Οι προλήψεις αυτές, ως όντα του λόγου, πρέπει να επαληθεύονται με μια συνεχή αναγωγή στην πείρα. Έτσι κατά τον Επίκουρο ή έχουμε την επιβεβαίωση αυτών («επιμαρτυρείται») ή έχουμε την αναίρεση αυτώ («αντιμαρτυρείται») είτε απλά αυτές δεν αναιρούνται («ουκ αντι-μαρτυρείται»). Η διαφορά που παρατηρείται στη διαπίστωση της αλήθειας των αντικειμένων «είναι διαφορά της κρίσης μας, καθότι δεν έχουμε αποκτήσει μέσω των αισθήσεων, των εννοιών και της διανοίας αντικειμενική παρά μόνο υποκειμενική, υπόσταση του αντικειμένου, δηλαδή μόνο "γνώμη” που είναι εκτεθειμένη στο λάθος»13. Κατά λογική συνέπεια, η θεωρία της γνώσης αυτή, προϋποθέτει την ενέργεια του έξω κόσμου πάνω στο λογικό και μία πραγματική ενεργοποίηση του νου για την κατανόηση της αντικειμενικότητας του κόσμου με την ενεργητικότητα του νου14. Η θεωρία αυτή παρίσταται ως αντίθετη στην υποκειμενική αισθησιοκρατική θεωρία των Στωικών, οι οποίοι υποστήριξαν ότι τα «είδωλα» είναι νοητικά σκιαγραφήματα, ενώ αντιθέτως ο Επίκουρος υποστήριξε ότι είναι εικόνες του πραγματικού κόσμου15. Σε όσους δε, είχαν την άποψη ότι η γνώση είναι αδύνατη, έλεγε : «Σε τι λοιπόν έξω από τις αισθήσεις μπορεί να έχει κανείς μεγαλύτερη εμπιστοσύνη; Αν οι αισθήσεις μας απατούν, μπορούμε να αντιτάξουμε ενάντια τους το λογικό, μια και ολόκληρο το λογικό από αυτές ξεκίνησε; Αν αυτές δεν είναι αληθινές ολόκληρο το λογικό καταντάει όμοια απατηλό», έτσι «Δε θα καταπιαστώ διόλου να συζητήσω μ' αυτούς που βάλθηκαν να περπατούν με το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά...»16.
-
Οι περί του φυσικού κόσμου διατυπωθείσες αρχές
Η αναζήτηση του Επίκουρου γίνεται στα πλαίσια του φυσικού κόσμου του οποίου, συστατικά αποτελούν τα απειροελάχιστα κομμάτια της ύλης, τα άτομα, και το κενό είναι ο χώρος μέσα στον οποίο κινούνται. Για την εξήγηση δε, της φύσης και την κατανόηση του αισθητού κόσμου ο Επίκουρος διατύπωσε τις αρχές: α) τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί από το τίποτα β) τίποτα δεν καταστρέφεται απόλυτα και γ) το σύμπαν είναι αιώνια το ίδιο17. Η γνώση της φύσης κατά τον Επίκουρο, η μελέτη και η έρευνα, μας παρέχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τον αισθητό κόσμο αντικειμενικά το όντως όν αυτού. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές του Επικούρου τίποτα δεν πρέπει να αναζητάται πέρα από τη φύση, ο προσδιορισμός των φαινομένων οφείλει να γίνεται με βάση τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία της φύσης και όχι με βάση τα αίτια που είναι έξω απ' αυτήν, και τα οποία δεν έχουν καμιά σχέση με τα συμβάντα σ' αυτήν, καθότι τούτο καθίσταται τροχοπέδη στην ανθρώπινη γνώση, και στην περί της ουσίας των πραγμάτων αλήθεια .
Η γνώση της ουσίας του φυσικού κόσμου ακριβώς είναι που ελευθερώνει τον άνθρωπο από τις κοινωνικές προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, τους φόβους και τα φαντάσματα που τον κάνουν δυστυχισμένο. Με τη γνώση ο άνθρωπος θεμελιώνει ήθος ώστε να μπορεί να μετριάζει τις επιθυμίες και να περιορίζει τις ανάγκες στο χρήσιμο και το απαραίτητο18.
Β. Η θεωρία της παρεκκλίσεως των ατόμων
Όπως ο Δημόκριτος έτσι και ο Επίκουρος δεχόταν τη θεωρία των ατόμων. «Το σύμπαν είναι συντεθειμένο από άτομα και από κενό... Έξω από τα δύο τούτα, χώρο και κενό, ο νους δεν μπορεί να συλλάβει πως υπάρχει τίποτε άλλο, ούτε με την άμεση αντίληψη ούτε ανάλογα με τις άμεσες αντιλήψεις σαν σωστές ουσίες»19. Ο ατομισμός αυτός, μάλλον ως μεθοδολογία εργασίας, εξηγεί την ποικιλία των φαινομένων και δεν αφήνει περιθώρια για καμιά υπερβατική αιτία. Για τον Επίκουρο ο κόσμος γεννήθηκε από τα άτομα και το κενό, με εξαιρετικά σημαντικό τον κενό χώρο, που χωρίς αυτόν τα άτομα δεν μπορούν να σταθούν, αλλά ούτε και να κινηθούν. Έτσι, ενώ κατά το Δημόκριτο τα άτομα έχουν σχήμα και μέγεθος, ο Επίκουρος, προσθέτει στις «αρχές άτομα» και «άτομα στοιχεία», μια ακόμα ιδιότητα τη βαρύτητα20 και τονίζει ότι στο μέγεθος των ατόμων υπάρχει διαφορά και ότι τα άτομα διαφέρουν στις διαστάσεις τους, όχι όμως απεριόριστα. Υφίσταται ποικιλία στα μεγέθη τους γιατί μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η ποικιλία και η διαφορά στα φαινόμενα21. Αντίθετα από το Δημόκριτο που δεχόταν ότι τα άτομα ήταν άπειρα κατά το μέγεθος22, ο Επίκουρος υποστήριξε ότι υπάρχει ανώτερο και κατώτατο όριο στο μέγεθος και ότι στη φύση παραμένουν αναλλοίωτα και άφθαρτα. Κατά τούτο προβαίνει σε πρωτότυπες τροποποιήσεις και βαθυστόχαστες υποθέσεις, που στη συνέχεια επιβεβαιώνονται απ’ την επιστήμη. Καθετί που υπάρχει τόνισε, είναι αποτέλεσμα της κίνησης και της σύγκρουσης των ατόμων. Τα άτομα με μόνο το βάρος τους είναι υποχρεωμένα να κινηθούν σε ευθεία γραμμή από πάνω προς τα κάτω, «βροχή ατόμων», χωρίς να συναντηθούν ποτέ όπως θα πει αργότερα ο Λουκρήτιος. Κατά συνέπεια μια άλλη αιτία πρέπει να είναι εκείνη με βάση την οποία τα άτομα έχουν την τάση να παρεκκλίνουν από την ευθεία γραμμή και να συγκρούονται με άλλα άτομα, με τα όποια και θα συνδυαστούν. Τα άτομα λέει ο Επίκουρος «κινούνται πέφτοντας σε ευθεία γραμμή και άλλοτε παρεκκλίνοντας' όσα κινούνται προς τα πάνω το κάνουν με κρούση και ανάκρουση»23. Η παρέκκλιση αυτή όμως δεν γίνεται τυχαία, αυθόρμητα τη διέπουν εσωτερικοί νόμοι24 σε ορίζοντα απροσδιοριστίας. Αυτό φαίνεται πιο καθαρά στο Λουκρήτιο όταν στο ποίημά του, «de rerum natura» λέει: «Τέλος, αν όλα της κίνησης τα μέρη σφιχτοδεμένα πάντα σ' ένα σύνολο, κι αν πάντα η καινούργια τάξη βγαίνει απ' την παλιά αδήριτα, τότε από πού γεννιέται, ρωτώ, η βούληση που 'χει ξεφύγει της ειμαρμένης;». Σε αντίθεση με πολλούς άλλους, όπως ήταν ο Κικέρωνας, ο Πλούταρχος, Bayle κ.ά., οι οποίοι επιφανειακά κι ασυνάρτητα κατενόησαν τους λόγους της απόκλισης των σωμάτων από την ευθεία γραμμή και άσκησαν σκληρή κριτική στη θέση του Επίκουρου, ο Μάρξ, αναφέρει ότι : «Αν ο Επίκουρος με την κίνηση του ατόμου κατ' ευθεία γραμμή δείχνει την υλική διάσταση του τελευταίου, στην απόκλιση του ατόμου από την ευθεία πραγματώνει συγκεκριμένα το μορφικό του προσδιορισμό και οι αντιτιθέμενοι τούτοι προσδιορισμοί παρουσιάζονται, πάλι, ως άμεσα αντιτιθέμενες κινήσεις»25. Σε μια μελέτη της παρέκκλισης σε βάθος, θα παρατηρήσουμε ότι ο Επίκουρος προσπαθεί να δώσει στην πράξη το μορφικό προσδιορισμό του ατόμου, δηλαδή την έννοια της ζωντανής ατομικότητας, έννοια που είναι η άρνηση κάθε συγκεκριμένης ύπαρξης προσδιορισμένης από κάτι άλαλο, αφού το άτομο προσδιορίζεται από το χώρο, στο βαθμό που η κίνησή του αποτελεί ευθεία γραμμή και καθαρή μορφή άρνησης κάθε σχέσης με άλλες συγκεκριμένες υπάρξεις. Το άτομο λοιπόν εκείνο που πρέπει να αρνηθεί και το οποίο είναι καθαρή ύπαρξη και συγκεκριμένη παρουσία είναι η ευθεία γραμμή26. Ο νόμος λοιπόν που διέπει την παρέκκλιση του ατόμου από την ευθεία γραμμή δεν αποτελεί κάποιο ιδιαίτερο επιμέρους προσδιορισμό, που εμφανίζεται τυχαία στην επικούρεια φυσική φιλοσοφία, αλλά αποτελεί την έκφρασή της με εκείνο τον τρόπο, ώστε ο χαρακτηριστικός προσδιορισμός της εμφάνισής του να εξαρτιέται από το πεδίο εφαρμογής του.
Είναι φανερό ότι ο Επίκουρος βαθύς γνώστης, της πριν απ' αυτόν φιλοσοφίας των διαφόρων θεωριών και δογμάτων, και με απόλυτη συνέπεια, κρατείται μακριά από κάθε ιδεαλισμό και μυστικισμό, αφού γι' αυτόν η αφηρημένη ατομικότητα μπορεί να ενεργοποιήσει το μορφικό της προσδιορισμό, το καθαρό «Δι εαυτόν είναι», την ανεξαρτησία από την άμεσα δεδομένη συγκεκριμένη ύπαρξη, μόνο κάνοντας αφαίρεση από αυτήν τη συγκεκριμένη ύπαρξη, που είναι απέναντι της27. Κατά τον Λουκρήτιο, η παρέκκλιση, στον άνθρωπο, στην πορεία της ζωής του, προέρχεται από το εσωτερικό του είναι, που περικλείει «το στοιχείο εκείνο που μπορεί να αντιπαλέψει και να αντισταθεί»28. Έτσι, κατά τον Επίκουρο, όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, γεννιούνται από φυσικές αιτίες. Ο σκληρός πυρήνας της θεωρίας αυτής εντοπίζεται στην παρέκκλιση του ατόμου, με την οποία αλλάζει ριζικά ολόκληρη η εσωτερική του διάρθρωση. Αυτή θέτει σε εφαρμογή την αντίφαση που δεικνύει και το μορφικό του προσδιορισμό. Το άτομο δεν είναι τίποτα άλλο παρά «φυσική μορφή της αφηρημένης ατομικής αυτοσυνειδησίας που σημαίνει ότι και η αισθητή φύση είναι μονάχα η εξαντικειμενισμένη εμπειρική, μεμονωμένη αυτοσυνειδησία, δηλ. η αυτοσυνειδησία η αισθητή»29. Έτσι δεν μπορεί παρά μόνο οι αισθήσεις να είναι τα μοναδικά κριτήρια μέσα στην συγκεκριμένη φύση ενώ ο αφηρημένος λόγος το μόνο κριτήριο μέσα στον κόσμο των ατόμων .
-
Η παρέκκλιση βάθρο της Επικούρειας Ηθικής
Η θεωρία αυτή του Επικούρου παρουσιάζει μέγιστη πρακτική σημασία για τη ζωή όπως και η ίδια η φιλοσοφία30. Η θεωρία της παρέκκλισης των σωμάτων έχει να κάνει με την κατ’ αντιστοιχία αποστροφή από τον πόνο και την πνευματική σύγχυση με απώτερο σκοπό την αταραξία31κατά την οποία αποφεύγει κανείς το κακό ενώ η ηδονή αποτελεί παρέκκλιση από την οδύνη και τον πόνο. Κατά τον Επίκουρο το μεγαλύτερο αγαθό είναι η ηδονή και το μεγαλύτερο κακό είναι ο πόνος και ο φόβος32.
Η πνευματική ηδονή όμως είναι εκείνη που μπορεί να διαπλάσει τη φυσική ηδονή, η οποία απορρέει από αυτή και δεν την υποκαθιστά. Αυτή η πνευματική ηδονή ταυτίζεται με την αυτοσυνειδησία του ανθρώπου, που ελεύθερος από προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες εμβαθύνοντας τους νόμους της φύσης φθάνει στην ευδαιμονία και την αταραξία. Η αυτοσυνειδησία είναι η πορεία του μορφικού προσδιορισμού της αφηρημένης ατομικότητας που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της σαν κατάσταση του άμεσου είναι, που απελευθερώνει τον άνθρωπο από τα δεσμά των επιθυμιών33. Ο λόγος είναι εκείνος που επαγρυπνεί ώστε η ηδονή να είναι αληθινή και όχι μπερδεμένη με κάποια οδύνη. Στην επικούρεια ηθική δεσπόζει η αυτάρκεια, όχι δηλαδή «στο πόσα έχω, άλλα στο πόσα αρκούμαι». Η αυτοκυριαρχία λοιπόν είναι εκείνη που θα μας οδηγήσει στην απόλυτη ψυχικά γαλήνη και την ευτυχία. Ισχύει επομένως το «σε σχέση με ό,τι αρκεί στη φύση κάθε κτήμα είναι πλούτος' αλλά σε σχέση με τις άμετρες επιθυμίες, ακόμα και ο πιο μεγάλος πλούτος είναι φτώχεια»34.
Αν λοιπόν «η αυτάρκεια είναι ο πιο μεγάλος πλούτος», «το πιο μεγάλο αγαθό της αυτάρκειας είναι η ελευθερία»35, η «παρέκκλιση» είναι η στιγμή της πραγμάτωσης του ατόμου, μέσα απ' αυτή την πορεία άρνησης του εαυτού του , για να φανεί το αιώνιο «γίγνεσθαι»36, ως νέα κατάσταση αυτού.
Γ. Επισημάνσεις -Συμπέρασμα
Η πραγματική ελευθερία του ανθρώπου και η απαλλαγή του από την αναγκαιότητα της ύπαρξης του φόβου και του πόνου αποτελούν επιδίωξη της φιλοσοφίας του Επικούρου. Αυτό επιτυγχάνεται με την παρέκκλιση από κάθε είδους καταπίεση και δεσμά. Ο Μαρξ αναφέρει στη διατριβή του ότι «για να γίνει ο άνθρωπος ως άνθρωπος, το μοναδικό πραγματικό αντικείμενο του εαυτού του, πρέπει να τσακίσει εντός του τη σχετική του συγκεκριμένη ύπαρξη (relatives Dasein), τη δύναμη της επιθυμίας και της γυμνής φύσης37».
Η στιγμή της πραγμάτωσης του ατόμου, είναι ακριβώς «η παρέκκλιση», όπου μέσα απ' αυτή την πορεία αρνείται τον εαυτό του ως διαδικασία ανάπλασης του όντος σε κάτι νέο, άλλο. Στην ανθρώπινη ζωή η ελευθερία που ξεφεύγει από την αιτιοκρατία, στο μέτρο που βρίσκεται στην κατηγορία «της αρχής», καθιστά τον άνθρωπο ικανό να απαλλαγεί από την αιτιοκρατία της φύσης επειδή ακριβώς τον κάνει να γνωρίζει την αρχή της συγκρότησης της φύσης38.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω στη φιλοσοφική σκέψη του Επικούρου προβάλλεται η αυτοσυνειδησία, το γίγνεσθαι του κόσμου, και οι αιτίες που προκαλούν τα φαινόμενα και τη μεταβολή της φύσης. Πέραν τούτων ο Επίκουρος εστιάζει στη λογική και στο μέτρο που πρέπει να διέπει τις απολαύσεις στη ζωή, και στο ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να φοβάται το θάνατο και τις μεταθανάτιες τιμωρίες που επιβάλουν οι θεοί που κείνται μακράν αυτού. Ο Άνθρωπος σύμφωνα με τον Επίκουρο μόνο σε τούτο τον κόσμο μπορεί να βρει τη χαρά της ζωής με πεμπτουσία τη φιλία, η οποία δεν είναι ανάμνηση αλλά ζωντανή δύναμη και ιδιαίτερα χρήσιμη. Στους φίλους του και μαθητές του «Κήπου», τόνιζε ότι όποιος αυτό το καταλάβει, «θα ζήσει μεταξύ των άλλων ανθρώπων σαν θεός».Ο Επίκουρος είναι λοιπόν, όπως τόνισε και ο Μαρξ « ο μέγιστος Έλληνας διαφωτιστής και του ταιριάζει ο έπαινος του Λουκρήτιου». Όταν η ανθρωπότητα γνωρίζει στιγμές δύσκολες και εποχές κρίσιμες για το μέλλον της, όπως είναι η σημερινή, η θεωρία του Επικούρου, έρχεται ως λύτρωση στα δεινά που μαστίζουν την ανθρωπότητα.
1 Βλ Δημήτρης Παναγιωτόπουλος (2018), Φιλοσοφικοί προβληματισμοί, Η Φιλοσοφία στο Ιστορικό και Κοινωνικό Επίπεδο, Αθήνα:biblioedit,σελ. 147-163, προηγούμενη έκδοση 1985 από τις εκδόσεις Καρανάση: Αθήνα.
2 Ο Ισοκράτης στον «Πανηγυρικό» του λέει για «τα απόβλητα αυτά υποκείμενα της κοινωνίας, που περιτριγυρίζουν σε χώρες ξένες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους: πολλοί απ' αυτούς προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σαν μισθοφόροι και πεθαίνουν πολεμώντας ενάντια στους συμπατριώτες τους», Ισοκράτη «Πανηγυρικός», 168.
3 X. Θεοδωρίδη, «Εισαγωγή στη Φιλοσοφία», σελ. 39.
4 Διογένης Λάερτιος X, 3, 12, 13, Ιδρυτής της σχολής αυτής είναι ο Επίκουρος, γιος του μετανάστη Αθηναίου Νεοκλή. Γεννήθηκε στη Σάμο (342 - 270 π.Χ.). Τα πρώτα μαθήματα τα άκουσε από τον Ξενοκράτη στην Ακαδημία του Πλάτωνα, άλλοι υποστηρίζουν από τον πλατωνικό Παμφίλο.
5 Πολλοί υποστήριξαν ότι ο Επίκουρος δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να αντιγράφει τα όσα έλεγε ο Δημόκριτος με τη φυσική και ο Αρίστιππος για την ηδονή. Βέβαια, αυτό καθόλου δε στέκει. Απόδειξη είναι ότι τον περασμένο αιώνα ο Κ. Μαρξ στη διδακτορική του διατριβή απέδειξε τη διαφορά της Επικούρειας με τη Δημοκρίτεια φιλοσοφία. Όπως ο ίδιος είπε οι αρχαίοι δεν έχουν δίκαιο να λένε πως ο Επικούρειος αντέγραψε το Δημόκριτο. «Η πρόληψη τούτη επηρέασε όλους τους νεώτερους ιστορικούς της φιλοσοφίας, Ο Επίκουρος σημείωσε δικό του δόγμα που ήταν αντίθετο με πολλούς παλαιούς φυσικούς και άλλες σχολές». «Ιππόλυτου Φιλοσοφία» Α, 22 και Diels Dox. 571-572.
6 Ο Επίκουρος ανέπτυξε τη διδασκαλία του όταν ήρθε στην Αθήνα το 306 στην επονομαζόμενη σχολή «Κήπος», μια σχολή που εκτός των άλλων ήταν και μια ειρηνική κοινότητα ζωής όπου όλοι ζούσαν ισότιμα χωρίς διακρίσεις, με φιλία, μακριά όμως από πολιτικές διαμάχες. Η σχολή του Επίκουρου ονομάστηκε «Επικούρειος Κήπος», από έναν περίφημο κήπο που αγόρασε ο φιλόσοφος κι όπου έμενε ο ίδιος με τους μαθητές του. Είναι χαρακτηριστικό πως οι Αθηναίοι της εποχής ονόμαζαν του μαθητές του Επίκουρου «οι εκ των κήπων».
Στον «κήπο» αναπτύχθηκαν κι οι βασικές αρχές της επικούρειας φιλοσοφίας, εκεί μαθητές φίλοι και δάσκαλος απολάμβαναν τις χαρές της ζωής και της σκέψης, έχοντας αναγάγει τη φιλία σ' ένα ιδανικό που θέρμαινε τις καθημερινές τους σχέσεις. Ο Ερρίκος Σμιθ στο βιβλίο του «Η φιλοσοφία της ηδονής» αναφέρει σχετικά ότι: «Στον κήπο του Επίκουρου σύχναζαν ακόμη και γυναίκες όπως η Θέμιστα, η γυναίκα του μαθητή και φίλου του φιλόσοφου Λεόντιου. Ακόμη και οι εταίρες όπως η πανέξυπνη Λεόντιον, που συζούσε με τον άλλο μαθητή του Επίκουρου, το Μητρόδωρο. Το γεγονός μάλιστα αυτό — ότι δηλαδή στο φιλοσοφικό κύκλο του Επίκουρου σύχναζαν κι εταίρες — δεν μπορεί να εκπλήξει κανέναν απ' όσους ξέρουν τις συνήθειες της ζωής στον αρχαιοελληνικό κόσμο. Οι εταίρες στην αρχαία Ελλάδα δεν ξεχώριζαν μόνο για την υπέροχη σωματική ομορφιά τους, αλλά και για την τέλεια μόρφωσή τους, έτσι που να μπορούν να προσφέρουν στον άντρα μια ολοκληρωμένη συντροφιά, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν οι νόμιμες γυναίκες των αρχαίων Αθηναίων και των Ελλήνων γενικά, ήταν ανόητα κι αμόρφωτα πλάσματα, που δεν επιτρεπόταν να παίρνουν μέρος στα συμπόσια και σε τόπους όπου σύχναζαν άντρες. Η Ασπασία του Περικλή, η Λαϊδα από την Κόρινθο, η Φρύνη που γοήτευσε το ρήτορα Υπερείδη, η Λαϊδα, η ερωμένη του Μ. Αλεξάνδρου, είναι οι πιο φημισμένες εκπρόσωποι των εταίρων της αρχαιότητας, ενώ ανάμεσά τους δικαιωματικά ανήκει κι η Λεόντιον του Επικούρειου Κήπου. Αν λέγαμε ότι οι σχέσεις των Επικούρειων με τέτοιες γυναίκες ήταν ηθικά επιλήψιμες, θα φανερώναμε ιστορική άγνοια και ανόητη σεμνοτυφία.
Ωστόσο, ο Επίκουρος κι η Σχολή του συναντούσαν και δυσκολίες, ιδιαίτερα υλικές, που ενάντια τους χρειάστηκαν αγώνες για να μπορέσει ο Κήπος να επιβιώσει. Απ' την άλλη μεριά, τα πράγματα, ως προς τον τομέα αυτόν, ήταν ολότελα διαφορετικά για την Πλατωνική Ακαδήμεια και τη Περιπατητική Σχολή, με τους πολλούς μαθητές και τους πλούσιους πόρους. Η Σχολή του Επίκουρου είχε πάντα της φτωχά υλικά μέσα που ποτέ δεν ήταν αρκετά για να ζουν οι μαθητές κι οι οπαδοί της αυτή τη ζωή της χλιδής και των ανέσεων, που πολλοί, ακόμη και σήμερα, φαντάζονταν ότι ζούσαν. Όλα στη σχολή αυτή χαρακτηρίζονταν από την απλότητα και την εγκράτεια. Οι μαθητές συχνά υποχρεώνονταν ν' αρκεστούν σ' ένα κύπελλο κρασί κι ένα κομμάτι ξερό ψωμί ή και μόνο σε νερό. Σε κάποια από τις Επιστολές του Επίκουρου διαβάζουμε:
«Στείλτε μου και μένα λίγο τυρί για να γευτώ κι εγώ έστω και μια φορά, μια λιχουδιά, όποτε μου 'ρθει η όρεξη!»
«Τέτοιος ήταν ο άνθρωπος που επιδίωκε την ηδονή σαν τον τελικό σκοπό της ζωής του», τονίζει με θαυμασμό ο Διογένης ο Λαέρτιος που μας δίνει αυτές τις πληροφορίες. Ερ. Σμιθ: «Η φιλοσοφία της Ηδονής», Έκδ. Γλάρος, 1983, σελ. 19-20.
7 Ο Επίκουρος έγραψε πάρα πολλά έργα. Ο Διογένης Λαέριος (Επικούρου Βίος, 27-28) του αποδίδει 44 βασικά έργα, που τα κυριότερα ήταν: «Περί φύσεως», «Περί ατόμων και κενού», «Περί έρωτος», «Επιτομή των προς τους φυσικούς», «Προς τους Μεγαρικούς διαπορίαι», «Κύριαι δόξαι», «Περί αιρέσεων», «Περί φυτών», «Περί τέλους», «Περί κριτηρίου ή Κανών», «Χαιρέδημος ή περί Θεών», «Περί οσιότητος ή Ηγησιάναξ», «Περί βίων», «Περί δικαιοπραγίας», «Νεοκλής προςΘεμίσταν», «Συμπόσιον» «Ευρύλοχος», «Προς Μητρόδωρον», «Περί του οράν», «Περί της εν τω ατόμω γωνίας», «Περί αφής», «Περί ειμαρμένης», «Περί παθών δόξαι», «Προς Τιμοκράτην», «Προγνωστικόν», «Προτρεπτικός», «Περί ειδώλων», «Περί φαντασίας», «Αριστόβουλος», «Περί μουσικής», «Περί δικαιοσύνης και των άλλων αρετών», «Περί δώρων και χάριτος», «Πολυμήδης», «Τιμοκράτης Γ'», «Μητρόδωρος Ε'», «Αντίδωρος Β'», «Περί νόσων δόξαι», «Προς Μίθρην», «Καλλιστόλας», «Περί βασιλείας», «Αναξιμένης» «Επιστολαί». Πολύ λίγα πράματα έμειναν από το τεράστιο αυτό έργο. Σώθηκαν τρεις Επιστολές, οι «Κυρίες Δόξες, Αποσπάσματα, ή Διαθήκη».Η «Επιστολή προς Ηρόδοτο», όπου αναπτύσσονται οι βασικές αρχές για την επιστήμη και τη φυσική αποτελεί, μαζί με το ποίημα του Λουκρήτιου, την πιο πλατιά γνωστή ανάλυση της θεωρίας.Η «Επιστολή προς Πυθοκλή», που δεν είναι σίγουρο αν έχει γραφτεί από τον ίδιο τον Επίκουρο, πραγματεύεται τα ουράνια φαινόμενα. Στην «Επιστολή προς Μενοικέα», αναλύεται η ηθική.Ειδικά για τον Επίκουρο βλ. τη μελέτη του Χαρ. Θεοδωρίδη: «Επίκουρος», Αθήνα 1954.
8 Οι επιστολές αυτές, πιο αναλυτικά είναι: Η «Επιστολή προς Ηρόδοτο», που αναπτύσσονται οι βασικές αρχές για την επιστήμη και τη φυσική, «προς Πυθοκλή» που περιγράφη τα ουράνια φαινόμενα (δεν είναι σίγουρο ότι γράφτηκε απ' αυτόν) και αυτή «Προς Μενοικέα» που αναλύεται η ηθική. Κύρια πηγή για το έργο του Επίκουρου είναι ο Διογένης Λαέρτιος, στο X βιβλίο του, αναφέρονται πολλά «αποσπάσματα» και οι «κύριες δόξες» και το ποίημα του Λουκρήτιου «De Rerum Natura» (για τη φύση των όντων) σε 6 βιβλία.
9 «Επίκουρος πάσαν αίσθησιν και πάσαν φαντασίαν αληθή των δε δοξών τας μεν αληθείς, τας δε ψευδείς' και η μεν αίσθησις μοναχώς ψευδοποιείται κατά τα νοητά, η δε φαντασία διχώς' και γαρ αισθητών έστι φαντασία και νοητών», ψ, Πλουταρχ. «Περί αρεσκ. φιλοσοφ.» IV, IX 899 Φ. — «Πας λόγος από των αισθήσεων ήρτηται» και «Αι επίνοιαι πάσαι από των αισθήσεων», Διογ. Λαέρτιος X 32. Ο ίδιος αναφέρει ότι «Λέγων εστίν, ο Επίκουρος, κριτήρια της Αλήθειας είναι τας αισθήσεις και προλήψεις και τα πάθη», στο X, 31.
10 «Αν σε μια οικοδομή ο γνώμονας είναι λειψός, αν η στάθμη είναι χαλασμένη και ξεκόβει απ' τη καθετότητα, αν το αλφάδι είναι ελαττωματικό, ολόκληρο το χτίσμα είναι λαθεμένο και λοξό», Λουκρήτιος, IV 513 Μ.Μ.
11 Επιστολή προς τον Ηρόδοτο, 37-38.
12 «Την δε πρόληψιν (οι Επικούρειοι) οιονεί κατάληψιν ή δόξαν ορθήν ή έννοιαν ή καθολικήν νόησιν εναποκειμένην, τουτέστιν μνήμην του πολλάκις έξωθεν φανέντος». Διογ. Λαέρτιος X 33.
13 Διογ. Λαέρτιος, X 31 και 50. Σέξτος Εμπειρ. «Προς Ματθ.», VII, 203-211.
14 Ο Λένιν επικρίνει αυστηρά τις «συκοφαντίες» του Χέγκελ ενάντια στον Επίκουρο και τον υλισμό, στο έργο του «Ιστορία της Φιλοσοφίας», ενώ κάνει μεγάλο έπαινο για την υλιστική θεωρία του Έλληνα φιλοσόφου. Β. I. Λένιν «Φιλοσοφικά Τετράδια», Μόσχα 1934, σελ. 216-7.
15 «Εννόημα δ' εστί φάντασμα διανοίας, ούτε τι ον, ούτε ποιόν, ωσανεί δε τι ον και ωσανεί ποιόν, οίον αποτύπωμα ιποτύπωμα ίππου και μη παρόντος», Διογένης Λαέρτιος VII, 61.
16 Διογένης Λαέρτιος, 469-472.
17 «Επιστολή στον Μητρόδωρο», 38-39.
18 Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει σχετικά ότι «η κατανόηση και η ανακάλυψη των νόμων που κυβερνούν τη φύση και προκαλούν τα φυσικά φαινόμενα, φέρνει την αταραξία και την ψυχική γαλήνη». Διογένης Λαέρτιος, X, 80-85.
19 Επιστολή στον Ηρόδοτο, 39-40. Κατά τον Λουκρήτιο «ολόκληρη η φύση λοιπόν είναι φτιαγμένη ουσιαστικά από δύο στοιχεία: τα σώματα (άτομα) και το κενό, όπου τα σώματα στέκουν και κινούνται προς όλες τις διευθύνσεις... Συνακόλουθα έξω ατό το κενό και την ύλη δεν υπάρχει στη σειρά των πραγμάτων θέση για μια τρίτη κατάσταση, που να μπορεί να πέσει στις αισθήσεις μας ή να τη χωρέσει ο νους», Λουκρήτιος I, 419-448, και VI, 759.
20 «Δημόκριτος μεν γαρ έλεγε δύο, μέγεθος τε και σχήμα. Ο δ' Επίκουρος τούτοις και τρίτον, το βάρος προστέθηκεν». Ψ Πλουτάρχου, «Περί αρεσκ. φιλοσοφίας»
-
877 d-e.
21 «Συνακόλουθα αν υποθέσουμε πως υπάρχει ένα σώμα που ξεπερνά το προηγούμενο στη μικρότητα, δεν υπάρχει τρόπος να μη το δεχτούμε όμοιο με το πρώτο, δηλαδή πως έχει και αυτό ένα ακρότατο σημείο, που δε στηρίζεται από αυτό».
«Πρέπει λοιπόν να δεχτούμε επίσης πως υπάρχουν απόλυτα ελάχιστα και τελευταία (έσχατα) όρια και αδιάλυτα στο μέγεθος μέσα στα άτομα. Αυτά τα ελάχιστα είναι το αρχικό μέτρο που χρησιμεύει να καθορίζουμε όλα τα μεγέθη, όσο τεράστια ή όσο μικρά κι αν είναι». Επιστολή προς Μητρόδωρο, 54-59.
22 Διογένης Λαέρτιος. IX, 44.
23 «Ο Επίκουρος (λέει ότι), τα άτομα κινούνται πέφτοντας σε ευθεία γραμμή και άλλοτε παρεκκλίνοντας' όσα κινούνται προς τα πάνω το κάνουν με κρούση και ανάκρουση». Στοβαίου «Εκλογ. φυσ.», I, 17, Φ, 33. «Κινούνται δε τα άτομα, πότε μεν κατά στάθμην, πότε δε κατά παρέγκλισιν, τα δε άνω κινούμενα κατά πληγή (κρούση) κατά παλμόν (ανάκρουση) Ψ Πλούταρχος, «Περί αρεσ. φιλ.» XII, 883α-6.
24 «Η κίνηση αυτή είναι η κλίση, «Clinamen» που θα ονομάσει αργότερα ο Λουκρήτιος που η ίδια η κλίση δεν έχει αιτία». «Φιλοσοφία», τ. Α. «Από τον Πλάτωνα ως τον Ακινάτη», Εκδ. Γνώση 1984, σελ. 178. Η θεωρία αυτή στην αρχαιότητα κατακρίθηκε σκληρά' ότι δηλαδή αντίθετα με τη μεθοδολογική του πρόθεση ο Επίκουρος, ξαναεισάγει την τύχη στη φύση και ιδιαίτερα απ' τον Κικέρωνα, που όπως είπε: «Άραγε τα άτομα θα βάλουν κλήρο για το ποιο ανάμεσά τους θα κλίνει;» «Defato», § 46.0 ίδιος επίσης λέει στο «De natura Deorum», I. 25 (69- 70), «Βλέποντας ο Επίκουρος ότι αν τα άτομα φέρονταν προς τα κάτω από το ίδιο βάρος τους, τίποτα πια δε θα περνούσε από το χέρι μας αφού η κίνησή τους θα ήταν βέβαιη και αναγκαία, βρήκε με ποιον τρόπο να ξεφύγει απ' την αναγκαιότητα, πράγμα που προφανώς ο Δημόκριτος δεν είχε σκεφθεί' είπε δηλ. ότι το άτομο όταν φέρεται από το βάρος του και την βαρύτητα προς τα κάτω αποκλίνει ελάχιστα. Το να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο είναι πιο επονείδιστο από το να μην μπορεί να υποστηρίξει εκείνο που θέλει»,
25 Karl Marx, «Difference de la Philosophie de la nature chez Democrite et chez Epicure», Εκδ. Γνώση 1983, σελ. 87,
26 Η θεωρία του Επίκουρου ερχόταν ενάντια στην «Τυφλή, μηχανική ανάγκη σαν κανονιστική της ευθύγραμμης κίνησης του ατόμου, πολεμώντας στο σημείο αυτό την απόλυτα μηχανιστική αντίληψη του Δημόκριτου που σε τελευταία ανάλυση έβαλε και τον άνθρωπο κάτω από τα δεσμά της μηχανικής κίνησης», Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας», σελ. 424. Κατά τον ίδιο σελ. 425 «Ο Δημόκριτος δεχόταν κάποιον τελολογισμό μέσα στη φύση και ξεκινώντας από την άποψη αυτή έφτανε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μηχανική κίνηση κι όχι διαλεχτική». Κατά το Ρόζενταλ - Γιουντίν «Αυτή η αντίληψη του Επίκουρου έρχεται σε αντίθεση προς την φαταλιστική αντίληψη του Δημόκριτου σύμφωνα με την οποία η αναγκαιότητα αποκλείει το τυχαίο». «Φιλοσοφικό Λεξικό», σελ. 146.
27 Ο Λουκρήτιος στο "De rerum natura" ψάλλει ότι αν τα άτομα με την απόκλισή τους θεν' προκαλέσουν της κίνησης κάποια αρχή, που να σπάσει τα δεσμά της ειμαρμένης, έτσι που πια να μην ακολουθεί επ' άπειρο η μια αιτία την άλλη» "De rerum natura" II, 253, spp.
28 Ο Λουκρήτιος μιλώντας για τη συνείδηση, Βλ. στο ίδιο, 279, ρ..
29 Ο Μαρξ θα πει ότι «τούτη η απόκλιση συμβαίνει πάντοτε όποτε αποσκοπείται να παρουσιαστεί απτά η έννοια της αφηρημένης ατομικότητας, (δηλ.) η αυτοτέλεια και η άρνηση κάθε σχέσης με κάτι τι άλλο». «Διαφορά της Δημοκρίτειας από την Επικούρεια φιλοσοφία», Διδακτ. Διατρ., 91. Γιατί η πτωτική κίνηση είναι η κίνηση που χαρακτηρίζει την έλλειψη αυτοτέλειας.
30 «Επίκουρος έλεγε την φιλοσοφίαν ενέργειαν είναι λόγοις και διαλογισμοίς τον ευδαίμονα βίον περιποιούσαν», Ιέξητος Εμπειρικός: «Προς Μαθημ.», XI, 169.
31 «Όλα τα κάνουμε με σκοπό να αποφύγουμε τον πόνο και το φόβο» Διογένης Λαέρτιος X, 128.
32 Σαν σκοπός της ζωής, η ηδονή για τον Επίκουρο δεν είναι κάτι το θετικό, η αισθησιακή ηδονή των Κυρηναϊκών. Για αυτόν η ηδονή, η ευδαιμονία είναι πιο πολύ η συνείδηση μιας ζωής χωρίς πόνο και αγωνία. Παρά μια συνέχεια με πράξεις, νοείται δηλαδή σαν ηδονή σε ακινησία.
33 Ο Κικέρωνας στα πλαίσια του ορίου της ηδονής και της επιθυμίας συνοψίζει τη θεωρία στα παρακάτω: «Οι επιθυμίες είναι ακόρεστες. Όχι μονάχα αναστατώνουν τα μονωμένα πρόσωπα, αλλά ολόκληρες οικογένειες, ακόμα και το κράτος. Οι επιθυμίες γεννούν τους πόνους, τις διχογνωμίες, τις έχθρητες, τις στάσεις, τους πολέμους. Μονάχα ο σοφός μπορεί να ζήσει χωρίς πόνο και χωρίς φόβο, όταν ακρωτηριάσει κάθε ματαιοδοξία και κάθε πλάνη και αρκεσθεί στα φυσικά όρια...» «De finibus bonorum et malorum», 13,43-44. Ο Διογ. Λαέρτιος στο επίγραμμα του Αθηναίου X, 12 λέει ότι «οι άνθρωττοι κοπιάζουν κυνηγώντας τις πιο χειρότερες επιδιώξεις. Αχόρταγοι στα κέρδη καλωσορίζουν τον πόλεμο και τις έχθρητες. Η ματαιοδοξία τους, τους σπρώχνει σε δρόμους χωρίς άκρη».
34 Αποσπάσματα, Β. 69, 202. Ακόμη «Τίποτα δεν ικανοποιεί τον άνθρωπο που δεν ξέρει να ικανοποιείται με το λίγο». Απ. Β. 69. Βλ. στο ίδιο: «την ευδαιμονία και τη μακαριότητα δεν την γεννά διόλου ο πλούτος, η μια ανώτερη κοινωνική κατάσταση ή τ' ανώτερα αξιώματα ή η εξουσία, αλλά η απουσία του πόνου, η μετριότητα στα αισθήματα και μια στάση της ψυχής που βρίσκεται μέσα στους φραγμούς τους βαλμένους απ' τη φύση».
35 Απ. Β. 76, Απ. Α, 77. Για την ελευθερία γίνεται λόγος στα κομμάτια που ακολουθούν απ' τα αποσπάσματα: «Ένας ελεύθερος άνθρωπος δεν μπορεί ν' αποχτήσει πολλά πλούτη, γιατί δεν είναι εύκολο να το πετύχει χωρίς να δουλωθεί στο πλήθος και στους βασιλιάδες». Απ. Α 67. Στο ίδιο Απ. Α, 81, αναφέρεται ότι «ούτε η κατοχή του πλούτου, ούτε οι τιμές, ούτε ο σεβασμός του πλήθους, ούτε όλα όσα σχετίζονται με τις άμετρες επιθυμίες δεν μπορούν να βάλλουν τέλος στην πνευματική ανησυχία ή να γεννήσουν τη χαρά».
36 Κ. Μαρξ, «Διδακτορική Διατριβή», «Διαφορά της Δημοκρίτειας από την Επικού- ρια Φιλοσοφία», σελ. 95.
37 Κ. Μαρξ, «Διδακτορική Διατριβή», «Διαφορά της Δημοκρίτειας από την Επικούρεια Φιλοσοφία», σελ. 95.
38 «Ο Επίκουρος δε θέλησε να ελευθερώσει τους ανθρώπους από το νοητό κόσμο για να τους φυλακίσει μέσα στον κόσμο», φιλοσοφία, τ.Α. Εκδ. Γνώση, σελ. 179.