Ανάκληση και απώθηση στο συλλογικό ασυνείδητο. Του Ηλία Καραβόλια
Ανάκληση και απώθηση στο συλλογικό ασυνείδητο
Του Ηλία Καραβόλια
Κάθε κοινωνία έχει τις δικές της ασυνείδητες επενδύσεις επιθυμίας. Και όταν αυτές ακυρώνονται δημιουργείται στο συλλογικό ασυνείδητο ένα κοινωνικό απωθημένο για μια ολόκληρη χώρα. Συναλλαγές και ροές χρήματος συμβαδίζουν με τις ροές επιθυμίας' με αυτό τον τρόπο αναδύονται στην επιφάνεια οι καλυμμένες ταξικές ανισότητες, αφού χρέος και εισόδημα διασταυρώνονται καθημερινά στα νοητικά λογιστήρια του καθενός. Ένα διαρκές ισοζύγιο απόγνωσης και επιβίωσης σκεπάζει καθημερινά τον ανθρώπινο βίο.
Πίσω από την κατατονική και μίζερη οικονομική καθημερινότητα εδώ και 10 χρόνια σχεδόν, συντηρείται οριακά, και αναπνέει με δυσκολία, μια καταπιεσμένη κοινωνία. Νεόπτωχοι πολίτες που δεν μπορούν να ζήσουν στο διαρκές της έλλειψης και της ανέχειας, που γέμισαν τα σπίτια τους και την ζωή τους με εμπόρευμα, πολύ εμπόρευμα, είναι φυσικό να μην μπορούν τώρα να προσαρμοστούν στο μεταιχμιακό τοπίο, στην κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Τα μνημόνια και η μέθοδος εσωτερικής υποτίμησης εισοδημάτων και περιουσιών ήταν εντολές συμμόρφωσης με την θανατηφόρα ταχύτητα του μονεταριστικού ιμπεριαλισμού: προσαρμογή, εφαρμογή, συμμόρφωση. Ένα τρίπτυχο κοινωνικής μηχανικής, τόσο ισχυρό, που καταστέλλει μικροεπιθυμίες και μακροσυμπεριφορές.
Το συλλογικό ασυνείδητο όμως διαρκώς ανακαλεί τραύματα του παρελθόντος, εθνικές φαντασιώσεις, μαζικές επιθυμίες που διαλύθηκαν στον τοίχο της ιστορικής πραγματικότητας. Κουβαλώντας το προαιώνιο δίλημμα "Ανατολή ή Δύση", σέρνοντας μέσα στην Ιστορία την ξενόφερτη δουλοπρέπεια, τα εμφυλιοπολεμικά πάθη, τα σύνδρομα διχασμού και αυτοκαταστροφής, η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την τροχιά της σύγκλισης των ευρωπαϊκών οικονομιών και ταυτόχρονα εγκλωβίστηκε στο εθνικό φαντασιακό μιας ατελούς εξωστρέφειας και μιας βίαιης και καθυστερημένης προσαρμογής στην παγκοσμιοποίηση. Το τείχος της Οικονομίας έγινε, για ακόμη μια φορά, το αδιαπέραστο σημείο στο ιστορικό αποτύπωμα των Ελλήνων.
Σε αυτό το τείχος σκοντάψαμε και πλέον ζούμε μονίμως στην σκιά των γεγονότων. Σερνόμαστε καθημερινά, ως υποκείμενα που βιώνουν εθνικό πόνο, πίσω από τα μεγάλα νούμερα, πίσω από τα κρατικά μεγέθη και την ξύλινη δημοσιονομική γλώσσα. Κανείς στην καθημερινότητα του δεν μπορεί να χωρέσει την μεγάλη εικόνα. Το δημόσιο εισβάλλει στο ιδιωτικό σύμπαν χωρίς εξήγηση, χωρίς αίτημα αλλά και χωρίς αιτιολόγηση. Ο νεοέλληνας στέκεται μπροστά στην ελλειμματική εικόνα των δημοσίων οικονομικών της χώρας με μια αμηχανία που πηγάζει από το μονίμως ελλειπτικό ατομικό του ισοζύγιο. Έσοδα, έξοδα, οφειλές, εγγράφονται καθημερινά στον ψυχισμό, με την Επιθυμία να καταχωνιάζεται στα υπόγεια του μυαλού. Δεν χωράει πλέον πουθενά το αίτημα για όραμα, όνειρα, στόχους. Τα πάντα απωθούνται. Μια εθνική ματαίωση, μια συλλογική ακύρωση του Εφικτού, εγκαταστάθηκε στην νεοελληνική κοινωνία. Και αυτό ''σωματοποιήθηκε'' ταχύτατα. Όλα όμως μοιάζουν να ξεκινούν από τον πόνο της τσέπης. Οι πάντες βιώνουν μια μόνιμη έλλειψη ρευστότητας που μοιάζει να ρευστοποιεί τις ανάγκες, σαν αυτές να ήταν Επιθυμίες. Ακριβώς αυτή η εμπλοκή, αυτή η σύγχυση, γεννάει την αδράνεια και την παθητικοποίηση.
Μια ατέρμονη αναμονή για το απροσδιόριστο θα συντροφεύει τον μικρόκοσμο του καθενός. Οι χρόνοι των μνημονίων -που δεν τελειώνουν- συναντούν μακροπρόθεσμα τους χρόνους του Θανάτου, όχι τις τροχιές του βίου. Στην Ελλάδα το μακροπρόθεσμο έγινε παρόν και ο χρόνος πάγωσε πάνω στα ποσοστά των πλεονασμάτων και στα δις της λιτότητας. Ποτέ άλλοτε τα μεγάλα νούμερα δεν απείχαν τόσο πολύ από την μικροοικονομία, από την καθημερινότητα. Η απόσταση αυτή σκοτώνει την χώρα και ειδικά την νεολαία της, το μέλλον της.
Έχουμε αποδεχθεί ένα εθνικό πρόστιμο για την σπατάλη, τον υπερδανεισμό και την υπερκατανάλωση των προηγουμένων ετών. Συμβιβαζόμαστε σιγά - σιγά με τις χαμηλές αποδοχές, τα πενιχρά εισοδήματα, την πτώση των τιμών περιουσίας και τους υψηλούς φόρους. Ένας συμβιβασμός που μοιάζει ως αναγκαία προσαρμογή σε μια πραγματικότητα που κάποτε έμοιαζε απίθανη, εντελώς έξω από τα χειρότερα σενάρια της φαντασίας μας. Αν η συλλογική ενοχή συνεχίσει να καλύπτει τα ατομικά σφάλματα ζωής, ως εθνικός ψυχαναγκασμός, και τις κακοσχεδιασμένες δανεικές ατομικές πορείες ανέλιξης στην κοινωνία, τότε θα συνεχιστεί ταυτόχρονα και η μαζική απώθηση του πένθους που βιώνουμε για όσα χάθηκαν και όσα δεν θα έλθουν. Μόνο που αυτή η απώθηση θα είναι αντίστροφη: προς το μέλλον, παράλληλη με τα χρονοδιαγράμματα της εποπτείας μας από τους δανειστές...
