Η συμβολική ειρωνεία του έρωτα.

er1

er2

er3

Πριν καταστεί ο έρωτας διαχωρισμένη εικόνα του εαυτού του, πριν αναπαρασταθεί ο έρωτας στη διάθλαση του ειδώλου του, και δρομολογηθεί σε μετωνυμία του κρυπτογραφήματος, ο έρωτας σαρκόδενε ως λειτουργική αναλογία.

Το νόημα και το βάθος του έρωτα δέσποζε στους αρχαίους «φθόγγους» στο αρχέτυπο της μητέρας. Η Μεγάλη Μητέρα, (η σκοτεινή ασυνείδητη μήτρα, που γεννά και απορροφά τον κόσμο) ως Ολότητα, ως Φύση, ως ενωτικός κύκλος της Μητέρας Γης, αδιαφοποποίητη materia prima, με την αρχετυπική σχέση του μύθου που δεν έχει ανάγκη από ερμηνεία, γιατί κατέκλυζε τους κρουνούς της ερωτικής αναζήτησης όχι ως διάθλαση αντικριστών κατόπτρων, αλλά ως άμεση προφάνεια και γενναιότητα ψυχής. Εξάλλου ο αισθησιασμός στην κλασική Ελλάδα εθεωρείτο κατάκτηση, που ανοίγει δρόμους και επινοεί τόπους.

Έκτιζε το μύθο του ήρωα (ως αναπαράσταση του έρωτα), του ήρωα (έρωτα), ως απελευθερωτή. Ο ήρωας – απελευθερωτής που θα σκότωνε το δράκο ο οποίος κρατούσε αιχμάλωτη την Ανδρομέδα και την Αριάδνη. Ο Περσέας για την Ανδρομέδα και ο Θησέας για την Αριάδνη, θα σκοτώσουν το τέρας και θα μεταστοιχειωθούν στο αρχέτυπο της anima του ήρωα.

Ο έρωτας – ήρωας ερχόμενος από τη μεγαλόψυχη Μητέρα «μες στο πανέρμο δάσος» καθώς μας λέει ο Σολωμός, (una salve oscura κατά τον Δάντη) συναντάει τον δράκο, δεν συνομιλεί μαζί του όπως κάνει ο Βούδας σύμφωνα με τον ινδικό μύθο που αναφέρεται στη δεύτερη ενσάρκωση του, δηλαδή, δεν δαμάζεται ο δράκος από τη γνώση του Βούδα, αλλά δολοφονείται. Και αυτό γιατί δεν πρέπει να απωθήσει (δηλαδή να παραπέμψει στο ασυνείδητο του ενορμήσεις, που θα του επιτρέψουν αναστατώσεις και θα απειλήσουν την ακεραιότητα του) αλλά να αναμετρηθεί με το μητριαρχικό του αρχέτυπο και να ενηλικιωθεί.

Όμως η Δύση ψάχνει τον έρωτα στην ερμηνευτική, στο ερμηνευόμενο και στους μετέχοντες της ερμηνείας. Με το ιπποτικό ιδεώδες και τους τροβαδούρους έρχεται η ερμηνευτική του «αιωνίου θήλεος» και της «αιώνιας αγαπημένης». Ο έρωτας γίνεται εμπρόσωπη εσωτερικότητα η οποία όμως ακολουθείται από μια δικτατορία των σημείων. Το σημαίνον και το σημαινόμενο στο εξής σκηνοθετούνται και γίνονται «σχίσματα» μεταξύ αξίας προσφοράς προς την αγάπη και ανταλλακτικής αξίας της δέσμευσης (εδώ ο Goux μας έχει βοηθήσει να καταλάβουμε το παιχνίδι των σημείων).

Η «μεταθετική» διαδικασία του έρωτα είναι πλέον γεγονός. Ζει τα παθήματα του «σημαίνοντος» και το πένθος του «σημαινόμενου». Ο έρωτας βυθίζεται στον μυστικό ωκεανό της εσωτερικότητας και αναδύεται (όπως και το νόημα) μέσα από μια νεύρωση.

Ο Λακάν το 1959 στην ανάλυση του για το έργο Λολίτα του Ναμπόκοφ, (στο σεμινάριο του με τίτλο «Η επιθυμία και η ερμηνεία της») αναφέρεται στον έρωτα της Δύσης στις δύο φάσεις του. Ως νευρωτική επιθυμία η οποία δομείται από τη θεμελιακή φαντασία και ως διαστροφικό επιστέγασμα. Η νευρωτική επιθυμία συστήνεται από το νόμο και την απαγόρευση, έτσι το πρότυπο του νευρωτικού εραστή, υποφέρει από την επιθυμία, η οποία ή θα εκλογικευθεί καταπιεστικά ή δεν θα υπάρξει απόλαυση ποτέ. Αντίθετα το πρότυπο του διαστροφικού δεν φαντασιώνει αλλά πράττει χωρίς να γνωρίζει τι απολαμβάνει και γιατί. (Ο Φρόϋντ, μίλησε για τους ψυχαναισθητικούς). Υπάρχει όμως και μια μεικτή σχέση κατά την ερμηνεία του Λακάν, ένα εγγενές διαστροφικό γνώρισμα όπου στον νευρωτικό η φαντασία αν και διαθέτει ενεργητικότητα καταργείται (Ηδονοβλεψίας, εφαψίας). Σήμερα η δυτική κοινωνική μας συνθήκη στο έπακρο αρνητική (ένα μωσαϊκό αλληλοσυγκρούσεων) και υπερ-πραγματική, δημιουργεί έναν ερωτικό κώδικα όπου δεν γνωρίζει καμία άλλη μορφή εκτός από τη ρήξη, την πίκρα, το πένθος, τη ματαίωση, και έτσι ο έρωτας βιώνεται ως θνητή φλυαρία και συντριβή.

Η φαινομενολογία του φαντασιακού (μόδα από το ΄68 έως στις μέρες μας) η αστυνόμευση του σημείου με την σκηνοθετημένη χορογραφία μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου καταγράφουν το ζοφερό παιχνίδι της «αποπαρουσίας» (όπως θα έλεγε ο Λύοταρ, δες το «Λιβιδική Οικονομία») και καθορίζουν τον καταθλιπτικό αυτοματισμό των ερωτικών επιλογών.

Η Τζούλια Κρίστεβα υποψιάζεται εκείνο που αφήνει ακάλυπτο τόσο ο Φρόϋντ, όσο και Λακάν. Και οι δύο επένδυσαν στη τάξη του σημαίνοντος (signifiant) δηλαδή σε μεταφορικούς και μετωνυμικούς σχηματισμούς με την παρουσία ενός νόμου-πατέρα, απαγορευτικού, που οργανώνει την ερωτική αμφοτεροβαρή συμφωνία και τον ερωτικό αποχρώντα λόγο. Η Τζούλια Κρίστεβα βλέπει τη σημειωτική-μητρική χώρα. (Chora sémiotique, στο La révolution du langage poétique , Seul 1974 ). Εδώ λειτουργεί το σημειωτικό, (και όχι το συμβολικό των Φρόϋντ, Λακάν), δηλαδή η μητρική θηλυκή διάσταση ως ερωτικός υπαινιγμός και παραδοχή. Ό,τι ακριβώς ίσχυε στους αρχαίους «φθόγγους» με τη Μεγάλη Μητέρα. Είναι η Χώρα του Τιμαίου, στον Πλάτωνα, αλλά και σε εποχές πιο κοντινές σ’ εμάς, ότι μας λέει ο Edward Hall σχετικά με τον «χώρο ζωής».

Μήπως δικαιώνονται οι Evola και Alain de Benoist όταν αναφέρονται στον έρωτα ως materia prima και ηρωική έκφραση ;

Απόστολος Αποστόλου
Επισκέπτης καθηγητής φιλοσοφικής συμβουλευτικής πανεπιστημίου Πάντοβας.

• εικόνες.

• Στη πρώτη Περσέας και Ανδρομέδα του Anton Raphael Mengs.
• Στη δεύτερη Βάκχος και Αριάδνη του Vecellio Tiziano.
• Και η τρίτη φωτογραφία απεικονίζει τον Φρόϋντ και τον Λακάν.