Η επινόηση και η «τεχνολογία» του Εγώ.
Le moi se construit à l'image du semblable. Lacan
Μήπως νηπιάζουμε σε κατασκευές όπως είναι το Εγώ; Πολύ μελάνι, έχει καταναλωθεί και πολλές μηρυκασμένες φιλολογίες έχουν θολώσει τα κριτήρια γύρω από το κέντρο που ονομάζεται Εγώ.
Από τότε που μια υπερβατολογική φιλοσοφία βρήκε-κατασκεύασε, ένα προσωπικό κέντρο, δηλαδή το Εγώ, άρχισαν και τα βάσανα της ατομικότητας. Μια επιταχυνόμενη κίνηση γύρω από το Εγώ, κάνει την έναρξή της. Ιδέες, μόδες, σύμβολα, επινοήσεις, τρόποι, καταναλώνονται με υστερία, ανακυκλώνονται και αρχειοθετούνται.
Ο Καρτέσιος θεμελιώνει το πολιούχο θρύλο του, και οι κληρουχίες της ψυχολογίας, τραγουδάνε άριες μπροστά στο παράθυρό του. Ταυτόχρονα οι κληρουχίες της ψυχολογίας επεξεργάζονται και την ταπείνωση του, τον έλεγχό του, τις πειθαρχίες του.
Οι απόκρυφες εξισώσεις των νέων επιστημών (ψυχο-κοινωνιολογικές επιστήμες) με τα νέα τους σοφίσματα - σοφίσματα πλαστής επαγωγής - θα αναφερθούν στην εγωπαθητική νοσολογία του Εγώ, και θα αρχίσουν να προετοιμάζουν τους υγειοσκέψιους, δηλαδή τους προσαρμοσμένους.
Για τον Φρόϋντ η αρχή του Εγώ, ως αυτονομία, πηγάζει από την ταύτιση με τη μορφή του πατέρα. Ο Λακάν κατά περίπτωση ποιητής, με τα πολεμοχαρή θούρια του, θα μας πει ότι το Εγώ είναι τυφλό.
Με το απόκοσμο βιολί της απομυθοποίησης του, ο Λακάν, βλέπει το νέο νάρκισσο στην αυγή των σύγχρονων εποχών ( δηλαδή το Εγώ), όπου οι μηδαμηνολόγοι με την τήβεννο τους, θα το εντάξουν στο εργαστήριο τους, και θα το μαστορεύουν με αδιάλυτο πείσμα, ως φυλακάτορες στα περίπολα της ευταξίας.
Έτσι ο Λακάν ως μυστικοπαθής παρά ως μυστικός, βλέπει το θαμπόφωτο του ειδώλου του Εγώ, μέσα από την εικονοποιία του 15ου αιώνα. Η εικαστική επιτήδευση του τυφλού και του παραλυτικού, στη δυτική εικονοποιία αποτελούν το υδραργυρικό ανεβοκατέβασμα της αλήθειας μας.
Ο παραλυτικός ως σωματικό φαινόμενο παραμένει μια ασυντόνιστη και ασυνάρτητη συνείδηση. Δεν καταφέρνει να δει την αληθινή του εικόνα στο στάδιο του καθρέφτη γιατί κυριαρχείται από το είδωλο του Εγώ, το οποίο του παρέχει όμως, την ενότητα του. Συνεπώς ο παραλυτικός κουβαλάει πάντα και τον τυφλό που στην προκειμένη περίπτωση είναι το Εγώ του.
Τα χρυσοκοντυλογραμμένα του «ξεψυχίτη» Λακάν δεν είναι ευκαιριακά, αλλά καίρια και σπουδαία. Γυαλιστροκοπούν μπροστά στα δελτία και στις σερενάτες των ψυχοτεχνικών και των πιστών μισθοφόρων της εγωλογίας.
Ο παρασημοφορημένος αλλά και υπερεκτιμημένος Μάρξ, πότε σοφός και πότε ανθυπομέτριος, με τις σάλπιγγες των ολοπόρφυρων αγώνων στα χειρόγραφά του, μας λέει: «Το εγώ δεν είναι παρά μια αφηρημένη αντίληψη για τον άνθρωπο», σελ, 575.
Αλλά η ωραιολογική πρωτοτυπία, έρχεται από το παρελθόν από τον Σοφοκλή. Γεμάτος από εκρήξεις καλής ελπίδας στον Φιλοκτήτη και στις Τραχίνιες, αναζητώντας τα βάθη της ύπαρξης και την αινιγματικότητα της, δεν αναφέρεται σε κανένα Εγώ, αλλά σ’ έναν προσωπικό πυρήνα που λέγεται νους.
Τι συμφέροντα υποθηκεύονται με το Εγώ; Γιατί οι ιδεοψυχαναγκαστικές προτεραιότητες του Εγώ, θα πρέπει να έχουν εσωτερική διάρκεια και εξωτερική ισχύ; Μήπως η φιλολογία του Εγώ είναι ευεπίτακτη για λιβερτίνους;
Ας αφήσουμε τα εύυμνα του Εγώ που τόσα χρόνια οι κατ’ επάγγελμα ειδικοί μας υπαγορεύουν, και ας δούμε ότι το Εγώ είναι μόνο αντικείμενο για αργυραμοιβούς της πλαναισθησίας, και παραφέντες εξάγγελους, γιατί το Εγώ ούτε κυρίαρχο της οργανωτικής γνώσης είναι, ούτε γνωσιοθεωρητική και ηθική δύναμη διαθέτει, και εν τέλει γίνεται περφόρμερ της καφάρ θλίψης μας.
Απόστολος Αποστόλου
Επισκέπτης καθηγητής Φιλοσοφικής Συμβουλευτικής, Πανεπιστημίου Πάντοβας.