Η Μεταβίβαση στο Συμπόσιο
Η Μεταβίβαση στο Συμπόσιο.
Λακανική ερμηνευτική και Φιλοσοφική Συμβουλευτική.
Απόστολος Αποστόλου
Έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί το Συμπόσιο του Πλάτωνα κάτω από την οπτική του ψυχαναλυτικού dispositif. Ο Λακάν ενδιαφερόταν συστηματικά για το ζητήματα εσωτερικής διδασκαλίας (διευκρινίζουμε εδώ ότι σύμφωνα με τον Λακάν υπάρχει η εξωτερική διδασκαλία η οποία είναι γραπτή και η εσωτερική διδασκαλία η οποία είναι προφορική) και αναφερόταν πολλές φορές στο περίφημο μάθημα περί Αγαθού στον Πλάτωνα, όπως και για τα απολεσθέντα κείμενα του Αριστοτέλη.
Ο Πλάτων είναι πλούσιος σε ψυχαναλυτικές ερμηνείες αρκεί κάποιος να σκεφτεί το χωρίον του Τιμαίου 71e -72a αναφορικά με τα όνειρα και την ερμηνευτική τους, για να μη μιλήσουμε για τις πλούσιες ερμηνευτικές δυνατότητες που αφήνει το Συμπόσιο (παραπέμπω σε βιβλιογραφία από Bres έως Solinas). Στην παρούσα εισήγηση θα αναφερθούμε στην αντίληψη του Λακάν σχετικά με το Συμπόσιο.
Ο Λακάν διαβάζει το Συμπόσιο με την πρόθεση να αποδείξει ότι υπάρχει μεταβίβαση του Πλάτωνα στον Σωκράτη και επιπλέον ότι ο Πλάτων προσπαθεί να επεξεργαστεί αυτή τη μεταβίβαση. Έτσι σύμφωνα με τον Λακάν ο Σωκράτης αποτελεί τον πρώτο καθρέφτη, εκεί όπου ο Αλκιβιάδης εικονίζει την ισχύ που κατέχει, την ομορφιά του και τις αρετές του. Παράλληλα σύμφωνα πάντα με την λακανική ερμηνευτική ο Αλκιβιάδης βλέπει τον εαυτό του ως επιθυμούντα που δεν κατέχει. Δηλαδή όπως μας διαβεβαιώνει ο Λακάν, ο Αλκιβιάδης ολισθαίνει μετωνυμικά περνώντας σταδιακά από το ένα αντικείμενο της επιθυμίας στο άλλο, χωρίς να είναι σε θέση ώστε να κατέχει. Αλλά ταυτόχρονα η επιθυμία του Σωκράτη παρακάμπτεται από την επιθυμία του Αλκιβιάδη.
Ο Σωκράτης ταρακουνά το ασυνείδητο του Αλκιβιάδη με το να υπενθυμίσει στον Αλκιβιάδη την καταγωγή του λέγοντας του «γιέ του Κλεινία» και μαζί θέλει να ανασύρει την σημειολογία του ονόματος του Αλκιβιάδης άλκιος – βίος είναι το πρώτο «δάγκωμα του ασυνειδήτου» θα μας πει ο Λακάν. Έτσι ο Σωκράτης κάνει την πρώτη μετατόπιση στον Αλκιβιάδη από το πεδίο της μετωνυμίας «manque – à– être» το οποίο αποτελεί και την έλλειψη, τον κινεί δηλαδή, στο πεδίο της μεταφοράς και πιο συγκεκριμένα στο πεδίο της πατρικής μεταφοράς. Εδώ καταθέτω και μια προσωπική ερμηνευτική, ενδεχομένως ο Σωκράτης αναγεννά την επιθυμία του Αλκιβιάδη, δεδομένου ότι ο ναρκισσισμός του Αλκιβιάδη τού ενθυλακώνει την επιθυμία όπως μας λέει ο Λακάν (Écrits). Επιπλέον να πούμε ότι η ομιλία έχει μια σεξουαλική προβολή και η γλώσσα εκφράζει ένα ξεκάθαρο φαλλικό σύμβολο, το δε αφτί ως αιδοιϊκό. (Lacan Subversion du sujet Écrits σελ.223). Είναι γεγονός ότι ο Σωκράτης ξέρει τους τόπους, δηλαδή που βρίσκεται ο ερών και που βρίσκεται ο ερώμενος. Μάλιστα κάτι που ξεχνά (;) ή που παραλείπει ο Λακάν είναι ότι ο Σωκράτης αναφέρεται σε μια τέχνη τού «αρέσκειν» την οποία αποκαλεί «μαστροπεία» (Ξενοφών, Συμπόσιο ΙΙΙ 10). Και μάλιστα ο Σωκράτης υπερηφάνως θα αποκαλέσει τον εαυτό του «αγαθό μαστροπό», δηλαδή, να μπορεί να αυτοσκηνοθετείται και το «αρέσκειν» να γίνεται η τέχνη του βίου του. Να πούμε ότι και ο Μισέλ Φουκώ που επίσης αναφέρεται στην «επιμέλεια του εαυτού» δεν στέκεται στην «αγαθή προαγωγεία» του Σωκράτη (Ξενοφώντα Συμπόσιο ΙV 61).
Για τον Λακάν ο Αλκιβιάδης αντιλαμβάνεται το «ατοπότερο» του Σωκράτη δηλαδή το άτοπο. Εδώ θα προβώ σε μια επίσης ερμηνευτική, όμως μια ερμηνευτική πιστή στην λακανική σκέψη και θα τολμήσω να δω τον Σωκράτη ως εικόνα πρωτόγονης απόλαυσης ως Hommoinsum κατά Λακάν, δηλαδή έναν άνδρα εκτός νόμου και μαζί παν-ηδονικό, απελευθερωμένο, χωρίς χειραγώγηση και φαλλική λειτουργία. Στην διερεύνηση των σημαινόντων ο Λακάν θα εστιαστεί στη λέξη «άγαλμα», εκεί όπου για τον Αλκιβιάδη η παραπάνω λέξη (για τον Λακάν πάντα) γίνεται η αφορμή, το αίτιο του πόθου και του έρωτα και ταυτόχρονα της γνώσης. Έτσι ο Λακάν στέκεται με ιδιαίτερη προσοχή στο Συμπόσιο 215 b, εκεί που μας λέει : «φημί γαρ δη ομοιότατον αυτόν είναι τοις σιληνοί τούτοις τοις εν τοις ερμογλυφείοις καθημένοις, ούστινιας εργάζονται οι δημιουργοί σύριγγας ή αυλούς έχοντας, οι δίχαδε διοιχθέντες φαίνονται ένδοθεν αγάλματα έχοντες θεών».
Έτσι λοιπόν όπως οι σκαλιστοί Σιληνοί εμπεριέχουν τα θεϊκά «αγάλματα» με τον ίδιο τρόπο ο Σωκράτης με τον λόγο του εμπεριέχει τη γνώση στους στρόφους του υποψιασμού και στις μονιές του άρρητου. Μάλιστα ο Λακάν θα μας πει ότι ο Αλκιβιάδης κατηγορεί τον Σωκράτη ως «άχαρο ενδιαίτημα»' κάτι αντίστοιχο βλέπουμε και με το σχισμένο «ιμάτιο του Χαρμίδη», δηλαδή το «ασύντιφτο», η θριαμβευτική τεθλασμένη, το απροσπέλαστο, το έλπιστο ανέλπιστο τού διαρκώς διαφεύγοντος νοήματος.
Ας δούμε όμως πως ο Λακάν ερμηνεύει τη λέξη άγαλμα στο Συμπόσιο. Το άγαλμα δεν είναι μόνο το καύχημα, η αγαλλίαση, η χαρά, το στόλισμα, το κόσμημα, το ομοίωμα του Θεού, αλλά και το απόρριμμα, το απόβλητο, τα σωματικά απόβλητα τα οποία οργανώνονται σε ενορμητικά αντικείμενα όπως μας λέει και ο Φρόϋντ. Έτσι ο Λακάν μπαίνει σε μια αντιστροφή και αντιμετάθεση. Το άγαλμα δεν είναι μόνο ο Σωκράτης, αλλά και ο Αλκιβιάδης που είναι μαζί ξεχωριστός, διακριτός, αλλά και κάθαρμα, απόρριμμα, δηλαδή λειτουργεί ως «κυματοσωματιδιακός» δυϊσμός. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η λέξη άγαλμα εισέρχεται στη χοάνη της σημειολογικής αντιμετάθεσης. Το άγαλμα της λατρείας, με το επίγραμμα ως απεικόνιση, ως παρουσία, υπάρχει επειδή την ίδια στιγμή «ενυλώνεται» το διττό της ύλης, το λατρευτικό και μαζί το απορριμμένο και έτσι γίνεται ανοιχτό ως «αποριμένο» ( ως απορία) στην τεθλασμένη αστραπή της απώθησης.
Στην λακανική ερμηνευτική τόσο ο Σωκράτης όσο και ο Αλκιβιάδης πληρώνουν κάποιο τίμημα, ο Σωκράτης με τον θάνατο του, την «καφάρ» θλίψη μια υπεξαιρεμένης μεταβίβασης ως άγαλμα «επιτιμίας», ο Αλκιβιάδης με την εξαφάνιση του ως απόρριμμα και απορία και ο Πλάτων, μας μαθαίνει με την γραφή του για το πως θα διαχειριζόμαστε το πένθος. Ο Μισέλ Φουκώ μας έλεγε στο εξαιρετικό «η έννοια της επιστροφής» ότι η γραφή είναι απολύτως συνδεδεμένη με τη θυσία της ζωής και γνωστοποιείται μέσα από την εξαφάνιση του συγγραφέα, (Πλάτων λέμε εμείς με το Συμπόσιο) αφού εκείνος αναλαμβάνει τον ρόλο του νεκρού στο παιχνίδι της γραφής.
Απόσπασμα από την ημερίδα με θέμα «Λακάν και Φιλοσοφική Συμβουλευτική». Μπάρι Ιταλίας. Απρίλης του 2007.
Εισήγηση Απόστολου Αποστόλου.