Μιά σύγρονη παραλλαγή του μύθου του σπηλαίου του Πλάτωνα!

badiouΖούμε σε μια γιγάντια κινηματογραφική αίθουσα. Μπροστά μας, η οθόνη να φτάνει μέχρι το ταβάνι και τοποθετημένη σε τέτοιο ύψος, ώστε όλα γύρω μας να είναι βυθισμένα στο σκοτάδι και να μην μπορούμε να δούμε τίποτε άλλο εκτός από την ίδια. Η αίθουσα είναι κατάμεστη. Οι θεατές, δεμένοι στις θέσεις του από την ώρα που γεννήθηκαν, με τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη και το κεφάλι να το κρατάνε ακίνητο δύσκαμπτα ακουστικά που τους καλύπτουν τ’ αυτιά. Πίσω από τις δεκάδες χιλιάδες των θεατών, καθηλωμένων στην πολυθρόνα τους, βρίσκεται, στο ύψος τού κεφαλιού τους, μια τεράστια ξύλινη εξέδρα, πα- ράλληλα χτισμένη καθ’ όλο το μήκος τής οθόνης• και πιο πίσω ακόμα, πελώριοι προβολείς που πλημμυρίζουν την οθόνη μ’ ένα σχεδόν ανυπόφορο λευκό φως. Πάνω στην εξέδρα κυκλοφορούν κάθε λογής αυτόματα, κούκλες, χάρτινες φι- γούρες, μαριονέτες, που τις κρατούν ή τις κινούν με νήματα ή τηλεχειριστήριο αόρατοι καραγκιοζοπαίχτες. Περνοδιαβαίνουν έτσι στην εξέδρα ζώα, τραυ- ματιοφορείς, δρεπανηφόροι, αυτοκίνητα, λελέκια, απλός κόσμος, οπλισμένοι στρατιώτες, ομάδες νεαρών από τα υποβαθμισμένα προάστια, τρυγονάκια, παρουσιαστές πολιτισμικών εκπομπών, γυμνές γυναίκες ... Οι μεν φωνάζουν, οι δε μιλάνε, άλλοι πάλι παίζουν την κορνέτα ή το μπαντονεόν και άλλοι περ- νάνε βιαστικά, χωρίς να λένε λέξη. Πάνω στην οθόνη φαίνονται οι σκιές, που σχηματίζουν οι προβολείς, από το διφορούμενο καρναβάλι. Και στ’ ακουστικά, το ακίνητο πλήθος ακούει θορύβους και ομιλίες. Απ’ ό,τι είναι γύρω τους, από τους εαυτούς τους, τους γείτονές τους, τον κινηματογράφο και τις αλλόκοτες σκηνές τής πασαρέλας, τι άλλο βλέπουν οι θεατές παρά τις σκιές που ρίχνει στην οθόνη ο φωτεινός καταρράκτης των προβολέων; Και τι άλλο ακούνε πέρα από τις μεταδόσεις τής κάσκας τους; Και πώς να ακούσουν και να δούνε άλλο τίποτε με το κεφάλι τους από την πρώτη στιγμή ακινητοποιημένο να κοιτάζει τη μοναδική οθόνη και τα αυτιά τους βουλωμένα με ακουστικά; Δεν έχουν, λοιπόν, καμιά οπτική αντίληψη παρεκτός τής μεσολάβησης των σκιών και το μόνο που ακούν απ’ όσα λέγονται είναι ό,τι μεταδίδεται απ’ τα ερτζιανά. Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι θα έβρισκαν τρόπους να επικοινωνούν μεταξύ τους, είναι βέβαιο ότι ούτε και τότε θα μπορούσαν να διακρίνουν ανάμεσα στο όνομα μιας σκιάς που βλέπουν και το όνομα τού αόρατου σ’ αυτούς αντικειμένου στο οποίο ανήκει η σκιά αυτή. Κι αυτό χω- ρίς να υπολογίσουμε ότι το αντικείμενο στην πασαρέλα, ρομπότ ή μαριονέτα, είναι το ίδιο ήδη αντίγραφο, ώστε θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν βλέπουν παρά τη σκιά μιας σκιάς και ότι δεν ακούν παρά το ψηφιακό αντίγραφο τού φυσικού αντίγραφου των ανθρώπινων φωνών. Γι’ αυτούς τους φυλακισμένους θεατές δεν υπάρχει τρόπος να συμπεράνουν ότι η ουσία τού Αληθινού είναι κάτι άλλο από τη σκιά ενός ομοιώματος.
Αλλά τι θα συνέβαινε, αν οι θεατές μας έβλεπαν την κατάστασή τους να αλ- λάζει ολοκληρωτικά, αν ερχόταν κάποιος να σπάσει τις αλυσίδες τους και να τους θεραπεύσει από την αλλοτρίωση; Προσοχή!  Ο μύθος παίρνει τώρα πολύ διαφορετική τροπή. Ας φανταστούμε ότι αναγκάζουμε κάποιον θεατή να ση- κωθεί απότομα από τη θέση του, να στρέψει το κεφάλι του αριστερά και δεξιά, να κάνει μερικά βήματα και να κοιτάξει προς το φως που ξεχύνεται από τους προβολείς. Ας υποθέσουμε ότι εξαναγκάζουμε το πειραματόζωό μας να καρ- φώσει το βλέμμα του στους προβολείς. Νιώθει φριχτούς πόνους στα μάτια, κάνει να ξεφύγει, θέλοντας να ξαναβρεί την εικόνα όσων αντέχει να δει, να γυρίσει στις σκιές που το είναι τους το θεωρεί πολύ πιο βέβαιο από το είναι των αντικειμένων που τον προτρέπουμε να δει. Έρχονται, λοιπόν, τότε κάτι ζόρικοι μάγκες και, χωρίς δεύτερη κουβέντα, αρχίζουν να τον τραβολογούν στους διαδρόμους τού κινηματογράφου. Τον αναγκάζουν να περάσει μέσα από μια μικρή, κρυμμένη μέχρι τώρα, πλαϊνή πόρτα και τον ρίχνουν μέσα σε μια βρόμικη υπόγεια στοά που οδηγεί στο ύπαιθρο, στις φωτεινές ανοιξιάτικες βουνοπλαγιές. Θαμπωμένος, με μια αδύναμη χειρονομία, σκεπάζει τα μάτια του• οι παρτιζάνοι τον σπρώχνουν στην απότομη ανηφοριά, για ώρα πολλή, όλο και ψηλότερα!  Για πόσο ακόμα!  Φθάνουν στην κορυφή, λουσμένη στο φως, και ’κεί οι οδηγοί τον παρατούν, κατηφορίζουν βιαστικά την πλαγιά και εξαφανίζονται. Να τος, μόνος, στο μέσο ενός ατέλειωτου τοπίου. Το άπλετο φως εκμηδενίζει τη συνείδησή του. Σιγά-σιγά όμως προσπαθεί να κοιτάξει προς τις κορυφογραμμές, τις κοιλάδες, τον εκθαμβωτικό κόσμο. Στην αρχή τυφλώ- νεται από τη φεγγοβολή κάθε πράγματος, δεν βλέπει τίποτε από ’κείνα για τα οποία εμείς, χωρίς να το καλοσκεφτούμε, λέμε: «Υπάρχουν, είναι πράγματι εκεί». Δεν είναι αυτός που θα ξεστόμιζε με καταφρόνηση, όπως ο Έγελος μπροστά στην κορφή τού Γιουνγκφράου: «das ist» — «Υπάρχει. Ε, και τι έγινε λοιπόν;» Προσπαθεί, ωστόσο, να συνηθίσει στο φως. Μετά από πολλές προ- σπάθειες, κάτω από ένα μοναχικό δέντρο, καταφέρνει να διακρίνει το σχήμα τής σκιάς τού κορμού, το σκοτεινό περίγραμμα των φύλλων, που του θυμίζουν την οθόνη τού πρότερου κόσμου όπου ανήκε. Σε μια λακκούβα με νερό, στα ριζά ενός βράχου, θα δει την αντανάκλαση των λουλουδιών και τής χλόης. Κι από ’κεί το βλέμμα του καταλήγει στα ίδια τα αντικείμενα. Χωρίς βιασύνη, κοιτάζει με δέος τους θάμνους, τα έλατα, μια προβατίνα που ξέκοψε από το κοπάδι. Η νύχτα πέφτει. Υψώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, βλέπει το φεγγάρι και τους αστερισμούς και, ακόμα, την Αφροδίτη να ανατέλλουν. Κά- θεται ακίνητος σ’ ένα παλιό κούτσουρο και παρακολουθεί την εωσφόρο. Μέσα από τις στερνές αναλαμπές ξεπροβάλλει, όλο και λαμπρότερη, για να γείρει και να αφανιστεί με τη σειρά της. Αφροδίτη. Επιτέλους, κάποιο πρωί, βλέπει τον ήλιο, όχι μέσα στα τρεπτά νερά ή με την εξώτερη μορφή τού ανακλώμενου ειδώλου του, αλλά αυτόν καθ’ εαυτόν τον ήλιο, τον ήλιο καθ’ εαυτόν και δι’ εαυτόν, στον προσίδιο τόπο του. Τον κοιτάζει, τον ατενίζει με την ευδαιμονία τής συνείδησης ότι αυτός είναι ως έχει. Στο τέλος, ο ανώνυμος πρωταγωνιστής μας, αφιερώνοντας την σκέψη του στα όσα βλέπει, καταλήγει συλλογιστικά στο ότι από τη φαινόμενη θέση τού ήλιου εξαρτώνται οι ώρες και οι εποχές και, συνεπώς, το είναι-εκεί τού ορατού καθορίζεται υποχρεωτικά από το άστρο αυτό, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να πει: ναι, ο ήλιος είναι ο επίτροπος και ο κυβερνήτης όλων των αντικειμένων από τα οποία οι παλιοί του γείτονες, οι θεατές τής μεγάλης κλειστής αίθουσας, δεν βλέπουν παρά μόνο τη σκιά μιας σκιάς. Και έτσι, αναθυμούμενος την πρώτη του κατοικία — την οθόνη, τον προβολέα, τα τεχνητά είδωλα, τους συντρόφους του στην πλάνη — ο ακού- σιος δραπέτης μας μακαρίζει τον εαυτό του για την εκδίωξή του και συμπονά εκείνους που εξακολουθούν να είναι καθηλωμένοι στην πολυθρόνα των τυφλών οπτασιαστών

Ανάμεσα στις σειρές των καθισμάτων τού κοσμικού κινηματογράφου κυκλο- φορούν ομάδες ανθρώπων, ταξιθέτες και ταξιθέτριες, που σκύβουν πάνω από τους θεατές δείχνοντας το ίδιο ενδιαφέρον τόσο για τους ξάγρυπνους όσο και για κείνους που κοντεύουν να κλατάρουν. Στάζοντας μέλι, λες και είναι οι Άγιοι Ανάργυροι, ρωτάνε ένα γεροντάκι: «Τ’ ακουστικά, κάνουν τα αυτιά σας να πονούν;» «Βάστα γερά αδερφέ!», λένε ενθαρρυντικά σ’ έναν κοτσο- νάτο ογδοντάρη, χτυπώντας τον στον ώμο. «Μια βολτίτσα να ξεμουδιάσετε;» ρωτάνε τους νεαρούς με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητι- κότητας που στριφογυρίζουν στη θέση τους. «Καταδικάζουμε τον ρατσισμό απ’ όπου κι αν προέρχεται», αναφωνούν βλέποντας τους μαύρους και τους Άραβες δεμένους χειροπόδαρα με βαριές αλυσίδες στα ξεχαρβαλωμένα τους καθίσματα. Πάντα ευγενικοί και καλοσυνάτοι, αν και λίγο άχρωμοι, γεμάτοι «κατανόηση» για τους πάντες και τα πάντα. Ναι, καμία αντίρρηση, η ζωή εδώ είναι σκληρή. Είναι και λίγο κουραστικό να κάθεστε όλη μέρα μπροστά στην οθόνη. Αφήστε που καμιά φορά δεν καταλαβαίνετε και τι βλέπετε, όλα αυτά τα περίεργα που παρελαύνουν μπροστά στα μάτια σας. Ε, τι να κάνουμε. Και μετά είναι και οι προστάτες σας, η «δεξιά», όπως τους αποκαλεί όλος ο κόσμος. Άτιμη φάρα, σύμφωνοι. Δεν έχουν άλλο στο νου πάρεξ την ηρεμία, την τάξη και τη νεκρική σας αδράνεια. Και σας έκοψαν και το διάλειμμα για τουαλέτα ... Αλλά εμείς — ακούμε να μας λένε οι πρόσχαροι περιπατητές μας — εμείς, οι τοποτηρητές σας, γνωστοί με το κοινό όνομα «μεγάλη δη- μοκρατική παράταξη τής αριστεράς», αν μας βοηθήσετε, αν μας στηρίξετε, σας υποσχόμαστε ταχείες και εντυπωσιακές μεταρρυθμίσεις. Μην έχετε καμία αμφιβολία ότι θα σας αλλάξουμε τα φώτα και το ωράριο. Θέλετε να φύγετε; Να σας δείξουμε πού είναι η έξοδος; Βεβαίως, μην ανησυχείτε καθόλου. Λαμ- βανομένων υπόψη των συνθηκών τής αγοράς και τηρουμένων των αναλογιών, η έξοδός σας θα αναγνωρισθεί ως γενικό δικαίωµα! Με τους «τοποτηρητές» σας στο τιμόνι, η «έξοδος από το σπήλαιο» θα ενσωματωθεί στον κατάλογο των δικαιωμάτων τού «Ανθρώπου» και τής «Γυναίκας». Από καιρού εις καιρόν, λοιπόν, ομάδες θεατών, επωφελούμενοι απ’ τη μαυ- ρίλα που, λόγω των τεχνικών προβλημάτων, μοιάζει λίγο πιο μαύρη απ’ ό,τι συνήθως, σηκώνονται διακριτικά απ’ τη θέση τους και ακολουθούν τους κα- λότροπους καϊμακάμηδες στους διασταυρούμενους διαδρόμους που ριγώνουν την τεράστια αίθουσα με τις αμέτρητες θέσεις. Μετά από μακρές, ειρηνι- κές περιπλανήσεις δωματίου στο ζοφερό σκοτάδι, αντλώντας συνεχώς δύναμη από τις παραμυθητικές δηλώσεις τής παρέας των ΣΥΝ-οδοιπόρων, σταματάνε μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα, όπου έχει αναρτηθεί μια φωτεινή επιγραφή που λέει: «Αριστερή Διέξοδος». Τι ανακούφιση. Τι αγαλλίαση. Με δάκρυα χαράς στα μάτια ανταλλάσσουν χειραψίες και φιλιά. Όλος ο κόσμος υπογράφει στο μητρώο των ημιαπασχολούμενων. Η πόρτα τρίζει στους μεντεσέδες της, ανοίγει αργά ... οδηγεί σ’ έναν καλοφωτισμένο διάδρομο ... περπατάνε, περπατάνε, περπατάνε ... γύρω και γύρω και γύρω ... λικνιστικές μελωδίες συνοδεύουν τα βήματά τους. Όλα όμορφα και τριανταφυλλένια. Ο κόσμος θα πέσει μόνος του σαν ώριμο φρούτο στην αγκαλιά των φερέλπιδων φυγάδων μας. Ξαφ- νικά βλέπουν μπροστά τους μια άλλη πόρτα. Κοντοστέκονται και διαβάζουν την αινιγματική επιγραφή: «Είσοδος Αριστερά». «Η είσοδος που οδηγεί στον κόσμο τού πραγματικού ήλιου», εξηγεί ένας τής παρέας που μοιάζει να ξέρει τα κατατόπια. Η πόρτα ανοίγει και τι να δουν τα μάτια τους! Μα πώς είναι δυνατόν; Επέστρεψαν εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν! Τόση ώρα έκαναν κύκλους, το πέρασμα τής αριστεράς δεν οδηγεί παρά πίσω στην αί- θουσα! Όλοι τους νιώθουν πίκρα και απογοήτευση, κάποιοι είναι έξαλλοι από θυμό. Οι τοποτηρητές μας αρχίζουν να σκορπίζουν διακριτικά. Κάποιος όμως απ’ αυτούς γυρνάει και λέει, προτού χαθεί στο σκοτάδι: «Η συγκυρία δεν επιτρέπει σήμερα την έξοδο. Οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν τα δεδομένα τής πραγματικότητας και τους δομικούς περιορισμούς. Δεν είναι έτσι; Επιστρέψτε στις θέσεις σας και κάντε υπομονή μέχρι την επόμενη τουρνέ. Η Αριστερά αγρυπνεί, η Αριστερά θα είναι σύντομα μαζί σας. Ποιος τη χάρη σας».

Trans. D.A/Koss/LLM (EU Law) (UKC), MA (Soc. Sciences) (OU)