Η Προσωκρατική φιλοσοφία
Yπάρχει μια συμβουλευτική Προσωκρατικής Φιλοσοφίας;
Σπλαγχοσκόποι και νεκρομάντες οι σύγχρονοι ψυχοθεραπευτές μπροστά στους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Και αυτό γιατί έχουν μάθει σε ακόρντα αφιλόμυθα, έχουν συνηθίσει να διανυκτερεύουν σε εργαστήρια ετοιμοπαράδοτων λύσεων και γιατί επίσης εξετάζουν οιωνούς και συμπεριφορικά ανεμολόγια, αλλά όχι τον άνθρωπο.
Αντίθετα οι προσωκρατικοί με το τηλεσκόπιο του σύμπαντος συγκεντρώνουν την ματιά τους στον άνθρωπο.
Με την ενορατική ορμή τους, με την ιδιότυπη ακουστικής τους, και με τη νεροποντή των εννοιών τους, μας δείχνουν το φεγγαροντυμένο από το σκοτάδι ψυχικό διάστημα. Και οδοδεικτικτά μάς καλούν να δούμε τον κόρυμβο του αγνώστου, το πτολίεθρο της εκεχειρίας που κρατά ανθρώπους και πράγματα μαζί.
Ο Παρμενίδης για παράδειγμα - μεταξύ πολλών που μας έδωσε - στα αποσπάσματα 12, 1, 7, μας ονοματίζει τα καταλαυνικά πεδία μας. Θα μας πει ότι ο άνθρωπος είναι το σταυροδρόμι του είναι, του τίποτε, και του φαίνεσθαι. Αλλά για να μη πέσει (ο άνθρωπος) σε αναμηρυκασμό θα πρέπει να πάει πέρα από τις λεπρικές επικαλύψεις. Να βρει την οδό ζήτησης, (οδών διζήσιος).
Δηλαδή τι υπάρχει πέρα από εκεί που τελειώνει η ανθρώπινη λογική; Τι υπάρχει πέρα από κάθε αρχή και μετά από κάθε τέλος; Οι αναζητήσεις μας (και όχι οι λύσεις μας γιατί οι λύσεις φέρνουν την προβληματική που τις ίδρυσε και παραμένουν προβληματικές) πρέπει να πάνε σ' εκείνο που δεν είναι, και δεν φαίνεται. Να γίνουν κάτι σαν τον αέρα που αόρατος σαν την ανυπαρξία δίνει την ώθηση στο πουλί και πετάει.
Πόσοι και πόσες βλέπουν το αδιέξοδο στη ζωή τους, μετά από μια ατυχία; Πόσοι και πόσες κάτω από τις ατυχίες δεν χάνουν κάθε προσανατολισμό; Και δεν μπορούν να γίνουν ούτε ζηλωτές, ούτε εραστές, αλλά ούτε και μαθητές της ζωής; Οι ψυχοθεραπευτικές-ψυχοδυναμικές θεραπείες μας καλούν σε μια νέα γνωσιακή αναγνώριση σε κάθε μας κρίση, σε μια νέα ματιά της ζωής μας, να δούμε το τραύμα μας και να το αναγνωρίσουμε.
Όμως ο βαθμός κατανόησης είναι ευθέως ανάλογος με το βαθμό παρανόησης. Και όπως αναρωτιόμαστε για το πώς κάποια στιγμή ο άνθρωπος έγινε άνθρωπος, δηλαδή πότε και ποια στιγμή και με ποιο κριτήριο σταμάτησε ο πίθηκος να είναι πίθηκος και έγινε άνθρωπος, κατά τον ίδιο τρόπο αναρωτιόμαστε πότε, δηλαδή σε ποια στιγμή αποφασίζεις να δεις το πρόσωπο σου και με ποια κριτήρια.
Η Καιρικότητα, δηλαδή η στιγμή που βγαίνεις από την προσωπική δογματική σου σκλήρυνση και ανοίγεσαι για την αντοψία σου, είναι η πιο κρίσιμη και η πιο αποφασιστική.
Ο Δημόκριτος έλεγε ότι όταν αγνοείς το Καιρό (απ.Β235) εκτρέπεσαι στην υπερβολή, στην άμετρη ενέργεια με αποτέλεσμα να μειώνεις τις ηδονές και να αυξάνεις τις λύπες. Ο Παρμενίδης σε μια παράλληλη φιλοσοφική διαδρομή σπρώχνεται στο νοητό σχήμα της άρτιας μορφής που το αποκαλεί ως «εόν» και αποτελεί τη συμπαρουσία των απόντων μέσα στο παρόν.
Τώρα όμως θα πει το σύγχρονο ψυχολογικό υποκείμενο που ζει στις σχηματοποιήσεις της συμβατής παραδοχής, στον οπτιμιστικό χαρακτήρα του καταναλωτικού κόσμου, στη γενική παράσταση της ανάγκης, στα χαρακώματα της αδιαλλαξίας, πως θα μπορέσω να απλώσω το βλέμμα μου στη Καιρικότητα;
Να πούμε ότι το σύγχρονο ψυχολογικό υποκείμενο θα πρέπει να πάρει τις αποστάσεις του από αυτό που τον βαραίνει ως ψυχολογική κατάντια. Τις αποστάσεις του από τα αγριοτόπια της ψυχολογικής αναπαράστασης. Τα προβλήματα που προβάλλονται και τα αινίγματα που υπαινίσσονται στη ζωή του ανθρώπου δεν είναι ψυχολογικής τάξεως αλλά οντολογικής.
Η εμπειρία της ψυχολογικής αυτογνωσίας (παρεμπιπτόντως η αυτογνωσία είναι ο μηχανοδηγός της απάτης) όπως αδόκιμα και άσκεπτα τοποθετούν επ' αυτής οι ψυχοτεχνικοί τις επιθυμίες, τις απωθήσεις, τις προβολές, τις ενοχές, κλπ, αποτελούν «βροτοίς λαμπρούς δυνάστας», όπως έξοχα υπογραμμίζει ο Αισχύλος στην Ορέστεια. Είναι ακούσματα και σύμβολα της ερεθισματο-δραστικής μας ανταρσίας (ψευδείς μάρτυρες για τον Ηράκλειτο ή « ψεύδεα ετύμοισιν» κατά Αριστοτέλη). Και πως νικιούνται; Μα με τους οραματικούς σπασμούς και τις διαυγάσεις του μοναχικού παραμιλητού. Δηλαδή με το να πάρουμε τον εαυτό μας αγκαλιά και να του μιλήσουμε, να περπατήσουμε όχι στη μεγάλη έρημο, αλλά στους κάμπους της ηρεμίας, στους αναβαθμούς και στη σύγκλυση. Εκεί επιχωριάζει το υψίσημο της ψυχοσωματικής πνευματικής ανάβασης.
Αλλιώς θα ζούμε στο είδωλο της κατοπτρικής εικόνας μας , θα θερίζουμε ανέμους και θα απαθανατίζουμε ονομασίες. Οι δε ψυχοτεχνικές προοπτικές θα μας στέλνουν όποτε ζητούμε την βοήθεια τους, πότε στον Λαβύρινθο της διατεταγμένης απελευθέρωσης που γίνεται ψυχαναγκασμός και πότε στο Μινώταυρο της σημειολογίας που γίνεται ανεμόσκαλα ανθρωποθυσίας.
Αυτή όμως τη περπατησιά αποσαρκώνει πλέγματα ( είναι η θεωρία των ριζωμάτων του Εμπεδοκλή, η μίξη και η ανταλλαγή όπως μας λέει, τα ριζώματα και τα στοιχεία. 2.500 χρόνια μετά τα ίδια λέει και ο Ντελέζ) που γίνονται μια μεγάλη πορεία προς τα εμπρός αλλά με αντίδρομη φορά .Δηλαδή ένα βήμα μπροστά συνοδεύεται παράλληλα και από ένα κοίταγμα πίσω, για να γίνει έτσι η πορεία σου νεύμα ενός γαλήνιου ειρμού όπου αρχή και τέλος, εμπρός και πίσω χάνονται στην αποπειρατική πρόταση.
Η Δύση είχε πάντα ένα φόβο στο να κοιτάζει ο άνθρωπος πίσω του, να κοιτάζει την περπατησιά του . Ο Βιργίλιος δεν γράφει μόνο για τη συνάντηση του Ορφέα και της Ευρυδίκης (ή Αγριόπης για να μην ξεχνάμε και το άλλο της όνομα) αλλά κυρίως γράφει για τη ρητή εντολή να μη κοιτάξει πίσω του ο Ορφέας γιατί θα εισέλθει στο στάδιο της κολάσιμης υπερβολής. Και μετά από αιώνες η ψυχανάλυση αποφασίζει να κοιτάξει το παρελθόν ψάχνοντας για ευρήματα σαν αξονικός τομογράφος, για να στοιχειοθετήσει κάποια ασθένεια αλλά και να δρομολογήσει την άκρα επίταση. Μόνο που η ψυχική τραυματισμένη απόσταξη όταν εμφανιστεί έχει παραβιάσει τις ανεκτές τιμές της κοσμικής συνάρτησης. Και υπάρχει ένα κενό ένα ουδέν, ή για να το πούμε και αλλιώς μια εξ –ουθένωση, (ουθέν- μηδέν) που επέρχεται από την ψυχική ασθένεια η οποία δεν ημερώνει με κάποια εξηγητικά παρεπόμενα αλλά με την ανανηπτική έκρηξη. Η ψυχανάλυση όμως φιλολογεί σε αποτιμήσεις και δοκιμές προχωρώντας στο να θέλει να αδειάσει από το άδειο, δηλαδή να ερμηνεύσει.
Πως μπορεί λοιπόν η Καιρικότητα θα γίνει το αντιμέτρημα μας με τις ατέλειες της ψυχολογίας μας, τις σχηματισμένες ιδιόρρυθμες μας; Από τον Δημόκριτο έως τον Νικηφόρο Γρηγορά, η Καιρικότητα (η οποία είναι μακράν της όποιας χρονικότητας) συντελείται κάτω από τον τελεσμό μιας νέας αναπαραστατικής αναφώνησης. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς την προσδιορίζει στο «ούπω» και στο «ουκέτι», που δεν έχουν καμιά σχέση με το πριν και το μετά. Αλλά είναι εκείνη η προσωπική σου απόφαση, το προσωπικό σου φίλτρο, η καθαρή πρώτη ύλη σου, που θέτει υπό εξέταση όλα τα επεργάσματα της συνείδησης και δοκιμάζει να αναψηλαφήσει στο σκοτάδι τα βήματα του τυφλού και ασυνθηκολόγητου εαυτού σου. Δεν αναζητάς τις ενοχές σε εσένα και στους άλλους. Δεν επιτηδεύεσαι σε ομοιόμορφες αναπλάσεις προβολών, και σε απεικάσματα οίησης της εγωτικής σου παρορμητικότητας. Δεν διανυκτερεύεις στα γραφικά σήμαντρα της συνήθειας, στις αλειτούργητες μυθολογίες για την εικόνα σου, στη παρατακτική αναγκαιότητα, στην αθέατη οικονομία της επιθυμίας, αλλά στην εκκρεμότητα του στερητικού σου εγώ και ταυτόχρονα του γεωμετρημένου μυθικού εαυτού σου, στη δύναμη του αναγκαίου, που δεν ζυγίζεται από την αναγκαιότητα αλλά από την δύναμη της μαγγανείας που σε «επαναπατρίζει» διαρκώς.
Θα επανέλθουμε πάλι στο ζήτημα της Καιρικότητα. Να πούμε σ' όσους επιθυμούν ότι θα οργανωθεί ειδικό Σεμινάριο.